Σαφείς επισημάνσεις για την εντολή της Προέδρου του Αρείου Πάγου να διερευνηθεί πειθαρχικά η στάση των δικαστικών αρχών της Ρόδου, που αποφάσισαν την αποφυλάκιση κατηγορουμένων στην υπόθεση του αποκαλούμενου κυκλώματος Πολεοδομίας... διατύπωσε με ανακοίνωσή της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Οι εισαγγελικοί λειτουργοί τονίζουν πως, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, η δικαστική κρίση δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, προσθέτοντας ότι δεν είναι θεσμικά αποδεκτός ο έλεγχος της, ανεξαρτήτως αν αποδειχθεί ορθός ή εσφαλμένος ο δικανικός συλλογισμός.
Η Ένωση υπογραμμίζει ότι σε κάθε περίπτωση λανθασμένης δικαστικής απόφασης – είτε αυτή αφορά μέτρα καταναγκασμού, είτε την ουσία μιας υπόθεσης – ο νομοθέτης έχει προβλέψει συγκεκριμένα ένδικα μέσα και διαδικασίες διόρθωσης, και όχι πειθαρχικές παρεμβάσεις.
«Δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η κρίση που εκφέρει ο δικαστικός λειτουργός κατά την άσκηση των καθηκόντων του», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση.
Οι εισαγγελικοί λειτουργοί εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για τις θεσμικές συνέπειες που συνεπάγεται η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια ενέργεια πλήττει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.
Παράλληλα, σημειώνουν πως η επιλογή της πειθαρχικής διερεύνησης ενισχύει την καχυποψία και την απαξιωτική ρητορική εις βάρος της Δικαιοσύνης: «Τέτοιες ενέργειες τροφοδοτούν την κακόβουλη συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας ή ανεπάρκειας των δικαστικών λειτουργών, πλήττουν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και τελικά βλάπτουν την ίδια τη δημοκρατία».
Η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος
Με αφορμή την παραγγελία της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρόδου, ως προς την απόφαση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι και όχι προσωρινή κράτηση σε κατηγορούμενους υπόθεσης, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, επισημαίνει τα εξής:
Από τις διατάξεις των άρθρων 87 – 92 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι εισαγγελείς απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που ρυθμίζει τα σχετικά με τα όργανα άσκησης εποπτείας στα δικαστήρια και το περιεχόμενο της, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 εδ. γ’ του ως άνω Κώδικα, η οποία ρητώς ορίζει ότι ο εισαγγελικός λειτουργός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 4 περ. β’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προκύπτει ότι δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό, η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του και επομένως δεν είναι επιτρεπτός ο έλεγχος της κρίσης αυτής. Άλλωστε, σε περίπτωση εσφαλμένης κρίσης, είτε αυτή αφορά τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, είτε την ουσία μιας υπόθεσης, παρέχονται από το Νόμο τα δικονομικά εργαλεία για τη διόρθωσή της.
Σε κάθε περίπτωση, η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει, για πολλοστή φορά, ότι οι Έλληνες εισαγγελείς ασκούν το λειτούργημά τους απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, με βάση το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους, αλλά και με απόλυτη ευσυνειδησία, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία και χωρίς κανένα φόβο έναντι οποιουδήποτε, λειτουργώντας ως εγγυητές των ελευθεριών του πολίτη.