Σε τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία παρατηρούνται οι χαμηλότερες αμοιβές εργαζομένων, ενώ οι υψηλότερες παρατηρούνται στον χρηματοπιστωτικό και τον ασφαλιστικό κλάδο... όπως προκύπτει μετά από έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.
Οι μέσες ετήσιες μεικτές αποδοχές για το 2022, σύμφωνα με την έρευνα διάρθρωσης και κατανομής των αμοιβών στις επιχειρήσεις, διαμορφώνονται στα 21.947 ευρώ για τους άνδρες και στα 17.361 ευρώ για τις γυναίκες. Το αποτέλεσμα αυτό αποδεικνύει τις υφιστάμενες ανισότητες στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων, καθώς το χάσμα παραμένει σημαντικό στην ελληνική αγορά εργασίας. Η έρευνα εξετάζει, επίσης, τη διάρθρωση των αμοιβών ανά κλάδο και επίπεδο εκπαίδευσης, αποκαλύπτοντας μεγάλες διαφορές στις αποδοχές, ανάλογα με το επαγγελματικό πεδίο και τις προσόντα των εργαζομένων.
Αναλυτικά, οι μεγαλύτερες μέσες ετήσιες μεικτές αποδοχές καταγράφονται στον κλάδο των Χρηματοπιστωτικών και Ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, με 40.086 ευρώ για τους άνδρες, ενώ για τις γυναίκες η μεγαλύτερη κατηγορία αφορά τον κλάδο των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων, με 32.249 ευρώ. Στη συνέχεια, κατατάσσεται ο κλάδος των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων για τους άνδρες, με μέσες αποδοχές στα 38.867 ευρώ, ενώ στον κλάδο των Χρηματοπιστωτικών και Ασφαλιστικών δραστηριοτήτων για τις γυναίκες οι μέσες αποδοχές ανέρχονται σε 32.078 ευρώ. Αυτά τα δεδομένα υπογραμμίζουν τις σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας και την επίδραση του φύλου στις αποδοχές.
Αντίθετα, οι χαμηλότερες μέσες ετήσιες μεικτές αποδοχές καταγράφονται στους κλάδους των Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας, με 12.525 ευρώ για τους άνδρες και 10.699 ευρώ για τις γυναίκες. Ειδικότερα, οι δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλυμάτων και υπηρεσιών εστίασης ακολουθούν με 12.670 ευρώ για τους άνδρες και 11.395 ευρώ για τις γυναίκες, υποδεικνύοντας τις χαμηλές αμοιβές σε τομείς που σχετίζονται με τον τουρισμό και τη διασκέδαση. Αυτές οι διαφορές αμοιβών αποτυπώνουν την ανισότητα που υφίσταται σε συγκεκριμένους κλάδους, όπου οι εργαζόμενοι, κυρίως σε χαμηλότερες θέσεις, αμείβονται με πολύ χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας.
Η έρευνα καταδεικνύει, επίσης, τις διαφορές στις αποδοχές ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών, οι υψηλότερες αποδοχές καταγράφονται στον κλάδο των Ορυχείων και Λατομείων, ενώ οι χαμηλότερες για κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου καταγράφονται στον κλάδο της Εκπαίδευσης, αναδεικνύοντας τη διαφοροποίηση στις αμοιβές μεταξύ τομέων υψηλής εξειδίκευσης και τομέων με χαμηλότερη ζήτηση ή χρηματοδότηση. Στους πτυχιούχους Πανεπιστημίου/ΤΕΙ, οι υψηλότερες αποδοχές καταγράφονται στον κλάδο των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων, ενώ οι χαμηλότερες παρατηρούνται στον κλάδο των Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας. Για τους κατόχους απολυτηρίου Λυκείου/ΙΕΚ, οι υψηλότερες αποδοχές εντοπίζονται στον κλάδο της Παροχής Ηλεκτρικού Ρεύματος, Φυσικού Αερίου, Ατμού και Κλιματισμού, ενώ οι χαμηλότερες καταγράφονται στον κλάδο των Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας. Η τάση αυτή ενισχύει την εικόνα ότι οι κλάδοι με τεχνολογική ή βιομηχανική εξειδίκευση τείνουν να προσφέρουν καλύτερες αμοιβές στους εργαζομένους τους.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι με απολυτήριο βασικής εκπαίδευσης καταγράφουν τις υψηλότερες αποδοχές στον κλάδο της Παροχής Ηλεκτρικού Ρεύματος, Φυσικού Αερίου, Ατμού και Κλιματισμού, ενώ οι χαμηλότερες αμοιβές εντοπίζονται, και πάλι, στον κλάδο των Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας. Αυτά τα ευρήματα αναδεικνύουν τη σημασία του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται κάποιος, καθώς και την ανάγκη για συνεχιζόμενη εκπαίδευση και εξειδίκευση για την βελτίωση των αποδοχών.
Όσον αφορά την κατάταξη των εργαζομένων κατά ατομικό επάγγελμα, οι μεγαλύτερες αποδοχές για το 2022 καταγράφονται στα ανώτερα διοικητικά και διευθυντικά στελέχη, ακολουθούμενα από τους επαγγελματίες, όπως γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί. Οι άνδρες κυριαρχούν στις θέσεις ευθύνης, καθώς το 57,3% των εργαζομένων με θέση ευθύνης είναι άνδρες, ενώ η μεγαλύτερη συγκέντρωση αυτών βρίσκεται στην ηλικιακή ομάδα 36-54 ετών. Αυτό καταδεικνύει ότι οι θέσεις υψηλής ευθύνης είναι κυρίως κατειλημμένες από άνδρες, με τις γυναίκες να παραμένουν σε χαμηλότερες θέσεις ή να αμείβονται λιγότερο, παρά την πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια.
Συνολικά, η έρευνα αναδεικνύει τις μεγάλες ανισότητες στις αμοιβές, οι οποίες επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, όπως ο κλάδος δραστηριότητας, το επίπεδο εκπαίδευσης, και το φύλο. Το χάσμα των φύλων παραμένει σημαντικό, με τις γυναίκες να αμείβονται κατά μέσο όρο χαμηλότερα από τους άνδρες, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για πολιτικές ισότητας στην αγορά εργασίας.