«Εγώ δεν συμμετείχα ούτε σχεδίασα τη δολοφονία» υποστηρίζει ο γαμπρός του 66χρονου θύματος ο οποίος δολοφονήθηκε από τα δύο του παιδιά στο σπίτι του... στην Εύβοια.
Το πρωί ο 29χρονος μεταφέρθηκε στο δικαστικό Μέγαρο Χαλκίδας, για να απολογηθεί. Κατά τη διάρκεια της απολογίας του στην ανακρίτρια, ο 29χρονος προσπάθησε να ρίξει την κύρια ευθύνη για το έγκλημα, στον γιο του 66χρονου συνταξιούχου. «Εκείνη την ημέρα άκουσα τις φωνές, μπήκα στο δωμάτιο και είδα όσα είχαν γίνει. Βοήθησα στο να σκηνοθετήσουνε όλο το σκηνικό», δήλωσε ο 29χρονος,
Ο 29χρονος Ελληνοαμερικανός υποστηρίζει πως ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο έγκλημα, αλλά αρνείται ότι πήρε μέρος σε αυτό. Στη συνέχεια, όπως λέει, τους βοήθησε επειδή τους συμπαθούσε. «Εγώ μπήκα στο δωμάτιο και είδα τον 22χρονο να προσπαθεί να σκοτώσει τον πατέρα του με ένα μαξιλάρι. Η αλήθεια είναι ότι δεν προσπάθησα να τον σταματήσω. Καθόμουν πιο πίσω και μπροστά μου ήταν η σύζυγός μου. Λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε. Εγώ ήθελα μόνο να βοηθήσω τα παιδιά να μην πάνε φυλακή, γιατί ξέρω όλα όσα πέρασαν από μικρά. Μεγάλωσαν χωρίς μητέρα και τα χρόνια ήταν δύσκολα, σύμφωνα με όσα μου έχουν πει».
Εύβοια: Τι υποστηρίζουν τα δύο αδέλφια
Ο 22χρονος γιος του θύματος από την άλλη, υποστηρίζει πως όχι μόνο πήρε μέρος στο έγκλημα ο γαμπρός του, αλλά και πως ήταν εκείνος που το σχεδίασε. «Τον γαμπρό μου τον εμπιστευόμουν σαν αδελφό μου. Σαν τον καλύτερο φίλο μου. Εκείνος όμως, είχε καταλάβει ότι μπορούσε εύκολα να με επηρεάσει. Η αποκάλυψη από εμένα για τον βιασμό από τον πατέρα μου, πυροδότησε την ιδέα στο μυαλό του γαμπρού μου και κατάφερε να μας πείσει εν τέλει ότι η λύση ήταν ο πατέρας μας να βγει από τη μέση».
«Ακολουθήσαμε τις οδηγίες του γαμπρού μου. Μετά το έγκλημα μας, έδειξε τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε για να μην καταλάβουν οι Αρχές τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Έλεγε ότι πρέπει να είμαστε όλοι μαζί σε αυτό αλλιώς, αν κάποιος μιλήσει, θα καταστραφούμε όλοι. Ακόμα και όταν αποφάσισα να πω την αλήθεια, εκείνος με πίεζε να μη μιλήσω και να πω ότι όλοι μαζί τα σχεδιάσαμε και τα αποφασίσαμε», είπε ο 22χρονος.
Την ίδια γραμμή κινείται και η αδελφή του, που κατηγορεί τον σύζυγό της. «Από όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα ο σύζυγός μου έλεγε συχνά ότι γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο θα απαλλαγούμε από τον πατέρα μας κι ότι πρέπει να τελειώνουμε μαζί του. Είχα πειστεί ότι εάν δεν του συμβεί κάτι κακό θα καταστραφεί η ζωή και ο γάμος μου. Πίστευα κάθε λέξη που μου έλεγε ο άντρας μου. Τον εμπιστευόμουν τυφλά. Τελικά κατάλαβα ότι ζούσα σε ένα ψέμα κι ότι εκείνος αποσκοπούσε στα χρήματα που ο πατέρας μου, μου είχε ζητήσει να εκταμιεύσω», λέει η 26χρονη.
«Ο λόγος που περιέλουσα με αγιασμό τον πατέρα μας μετά την αποτρόπαια πράξη, ήταν γιατί πιστεύω βαθιά ότι η συμπεριφορά του δεν ήταν ενός κανονικού ανθρώπου αλλά ενός που έχει κυριευθεί από κάτι κακό. Οι αντιδράσεις του πατέρα μας ήταν σαν ενός ανθρώπου που κατέχεται από δαίμονες. Όταν έπεσε ο αγιασμός πάνω του, αισθάνθηκα ότι κάτι σαν να εγκατέλειψε το σώμα του και αισθάνθηκα ότι το κακό έφυγε πλέον από το σπίτι μας. Ρίχνοντας αγιασμό, ξόρκισα όλα όσα μας είχαν συμβεί» προσθέτει.
Εύβοια: «Δεν έχω ανάγκη για λεφτά» λέει ο γαμπρός
Ο 29χρονος γαμπρός του θύματος δίνει απαντήσεις και σε εκείνους που τον κατηγορούν ότι πίσω από το φονικό, κρυβόταν η επιθυμία του να κερδίσει χρήματα από μια ενδεχόμενη πώληση του σπιτιού που έμεναν όλοι μαζί. «Δεν είχα καμία ανάγκη ούτε οικονομικό κίνητρο. Ήμουν ο μόνος που εργαζόμουν από την ημέρα που γυρίσαμε από το εξωτερικό. Η σύζυγος μου και ο αδερφός της δεν δούλευαν. Εγώ δεν έχω ανάγκη για λεφτά».
Επίσης, ο σύζυγος της 26χρονης ανέφερε πως είδε να εκτυλίσσονται αυτές οι σκηνές μπροστά στα μάτια του. «Πράγματι η σύζυγός μου πήρε στα χέρια της ένα μπουκαλάκι με αγιασμό και το έριξε στον πατέρα της αφού, μαζί με τον αδερφό της τον είχαν σκοτώσει. Έλεγε συνέχεια ''πρέπει να ξορκίσουμε το κακό, να φύγει από το σπίτι''. Θέλω να σημειώσω ότι είμαι χριστιανός ορθόδοξος και δεν πιστεύω κάτι παραπάνω από αυτό».
Σύμφωνα με πληροφορίες πάντως, ο 29χρονος γαμπρός του θύματος είχε εργαστεί τους τελευταίους μήνες σε σούπερ μάρκετ, μόνο για περίπου δύο εβδομάδες, όπως είπε ο πρώην εργοδότης του.