Απορριπτική ήταν η απάντηση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στην αγωγή που είχε καταθέσει ο πρώην διευθυντής του γραφείου του Πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης κατά...
της «Εφημερίδας των Συντακτών», των United Reporters και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη με αφορμή δημοσιεύματα για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.Ο κ. Δημητριάδης διεκδικούσε, μεταξύ άλλων, από τους 8 εναγομένους, συνολική αποζημίωση 550.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υποστήριξε ότι του προξένησαν δημοσιεύματα τους για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών.
Η πλειοψηφία των δικαστών (σ.σ. μειοψήφισε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου) έκρινε ότι οι συντάκτες των επίμαχων δημοσιευμάτων κινήθηκαν με γνώμονα το δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί από την πλευρά τους επικαλούμενοι τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επισημαίνουν ότι και τα όρια της κριτικής έναντι των πολιτικών και δημοσίων προσώπων είναι πιο «διευρυμένα».
Το πολυσέλιδο σκεπτικό της απόφασης επί της ουσίας υπερασπίζεται την ελευθερία του Τύπου.
Συγκεκριμένα στην απόφαση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι:
♦ « … Λόγω του δημοσιογραφικού χαρακτήρα του δημοσιεύματος, του δημόσιου αξιώματος που κατείχε ο ενάγων, το οποίο έχει χαρακτήρα αμιγώς πολιτικής θέσης, και μάλιστα μη αιρετής, καθώς και της σημασίας για τη δημόσια σφαίρα της υπόθεσης των υποκλοπών, κρίνεται ότι υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον των συντακτών και άρα αίρεται το άδικο της δυσφήμησης που υπέστη ο ενάγων».
Αληθή τα όσα αναφέρονται για τη σχέση με εταιρείες που εμπλέκονται στο Predator
♦ Όσον αφορά το θέμα, της σχέσης του ενάγοντα με εταιρίες που εμπλέκονταν με το κακόβουλο λογισμικό «Predator», «όπως φαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου γίνεται μία αναλυτική περιγραφή αληθών επιχειρηματικών μεταβιβάσεων, στη βάση της δημοσιογραφικής έρευνας για την λειτουργία του λογισμικού «Predator» στην Ελλάδα. Καθ’ όλη την έκταση του άρθρου καταδεικνύεται η σύνδεση του ενάγοντα με εταιρίες και πρόσωπα που φέρονται (από τη διατύπωση του άρθρου) να εμπλέκονται με την εισαγωγή και τη λειτουργία του λογισμικού, η οποία επισημαίνεται … από το σχετικό διάγραμμα που εκκινεί από φωτογραφία του ενάγοντα, συνδέεται με τα ενδιάμεσα φυσικά και νομικά πρόσωπα και καταλήγει στην εταιρεία «Intellexa», που αναγνωρίζεται ως αυτή που εμπορεύεται το λογισμικό «Predator»».
Στο συγκεκριμένο ζήτημα αναλώθηκε και σημαντικό μέρος των μαρτυρικών καταθέσεων κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από τις οποίες η μάρτυρας του ενάγοντος δεν κατέθεσε κάποιο στοιχείο ενισχυτικό των ισχυρισμών του, ο δεύτερος μάρτυρας των εναγομένων Τάσος Τέλλογλου ανέπτυξε τη διαδρομή της δημοσιογραφικής έρευνας για την υπόθεση, ενώ ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος κατέθεσε ότι κατά την πείρα του ως συνταγματολόγου δεν υπερέβησαν οι συντάκτες του άρθρου τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεν παρουσίασαν ενδείξεις ως γεγονότα, ούτε εκφράστηκαν με εξυβριστικό τρόπο προς τον ενάγοντα, επιφυλασσόμενος πάντως για τους τίτλους του πρωτοσέλιδου και των εσωτερικών σελίδων «Ο μεγάλος ανιψιός και ο μεγάλος αδερφός» και «Οι παρακολουθήσεις και ο Μεγάλος… Ανιψιός».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δικαστές δέχονται πως δεν υπήρχε ψευδές γεγονός σχετικά με τη διαδρομή φυσικών και νομικών εταιριών που περιγράφεται στο άρθρο.
♦ Επιπλέον, κατά την κρίση της πλειοψηφίας δεν φαίνεται να υπήρχε κακόπιστη διάθεση των συντακτών του άρθρου προς τον ενάγοντα πριν τη δημοσίευση του άρθρου, προσθέτοντας πως χρησιμοποίησαν ήπιες εκφράσεις, έθεσαν τα ερωτήματα της δημοσιογραφικής έρευνας όπως επιτάσσει η δημοσιογραφική δεοντολογία και του παρείχαν προθεσμία ικανή για να απαντήσει, ενώ δήλωσαν την πρόθεσή τους να αναμείνουν μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου, ώστε να ετοιμάσει τις απαντήσεις του.
Ως προς το σκέλος αυτό οι δικαστές επικαλούνται και πάλι τη νομολογία του ΕΔΔΑ σημειώνοντας πως… «Συνεπώς, η κατάφαση ειδικού σκοπού εξύβρισης απαιτεί να καταγνωστεί άσκοπη προσωπική επίθεση ή προσβολή κατά του ενάγοντος, η οποία να εκφεύγει των σκοπών και πορισμάτων του δημοσιεύματος, ως έκφραση καταφρόνησης προς το συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς άλλη τεκμηρίωση, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί αξιολογική κρίση, οι χαρακτηρισμοί δε που θα χρησιμοποιηθούν κατά ενός δημοσίου προσώπου πρέπει να είναι τόσο ακραίοι, που δεν θα μπορούν να γίνουν ανεκτοί ούτε καν στο απώτερο όριο ανοχής που τίθεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Με βάση τα παραπάνω, στην προκειμένη περίπτωση η χρήση των εκφράσεων που συνοδεύουν το δημοσίευμα έχουν στενή νοηματική σύνδεση με το υπόλοιπο περιεχόμενό του και δεν στοιχειοθετεί άκριτη στοχοποίηση του ενάγοντας για πολιτικούς ή προσωπικούς».
Τέλος, ο πρόεδρος το δικαστηρίου, ο οποίος μειοψήφισε είχε την άποψη ότι η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή.