Έναν πολύ… δημιουργικό τρόπο βρήκαν οι 4 μεγάλες τράπεζες για να… τιμήσουν την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που τους επέβαλε πρόστιμο για τις προμήθειες που χρεώνουν στους... πελάτες τους.
Από τη στιγμή που επιβλήθηκε το πρόστιμο, τον περασμένο Δεκέμβριο, οι τράπεζες ανέβασαν τις προμήθειες στα ύψη και χρέωσαν τους πελάτες τους με περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ευρώ, μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2024.
Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί στις προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες για συναλλαγές που όχι μόνο είναι πολύ απλές, αλλά και πλήρως αυτοματοποιημένες, χωρίς να χρειάζεται ανθρώπινη παρέμβαση και εργατοώρες. Όπως για παράδειγμα η μεταφορά χρημάτων από τράπεζα σε τράπεζα, πληρωμές λογαριασμών, ανάληψη μετρητών και άλλες καθημερινές συναλλαγές οι οποίες τιμολογούνται με τρόπο που κάνει τους πελάτες να αισθάνονται πραγματικά κορόιδα.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο 42 εκατ. ευρώ στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, επειδή διαπίστωσε ότι οι τράπεζες εφάρμοζαν «εναρμονισμένες πρακτικές». Είναι ένας ευφημισμός για το «καρτέλ» δηλαδή το συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων που νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Ο υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας την εποχή εκείνη έκανε λόγο «για αποφασιστικότητα της Πολιτείας, μέσω κάθε θεσμικού βραχίονά της, για συνεχείς ελέγχους με σκοπό την εφαρμογή της νομοθεσίας» και υποσχέθηκε ότι «οι έλεγχοι θα συνεχιστούν και οι παρεμβάσεις θα είναι άμεσες και αποτελεσματικές, όπου αυτό κρίνεται επιβεβλημένο, με γνώμονα το όφελος των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς σε όλα τα επίπεδα».
Το… ανέκδοτο της υπόθεσης είναι ότι, εκτός από το πρόστιμο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρέωσε τις τράπεζες μεταξύ άλλων να μειώσουν κατά ένα ευρώ την ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας, αλλά όπως δείχνουν τα στοιχεία των ισολογισμών αύξησαν συνολικά τις προμήθειες, κατά 130 εκατ. ευρώ μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2024 και τις έφτασαν σε πάνω από 1 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών.
Έβγαλαν δηλαδή τριπλάσιο ποσό από το πρόστιμο, μόνο στο πρώτο εξάμηνο, και ανέβασαν ακόμα περισσότερο το κόστος για τους καταναλωτές.
Προκλητικά δε, άλλαξαν την ονοματολογία σε κάποιες προμήθειες και τις βάφτισαν «έξοδα», ώστε να παρακάμψουν προσχηματικά και περιφρονητικά την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Το τελευταίο διάστημα μάλιστα οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει και διάφορους έμμεσους τρόπους για να δυσκολεύουν τους πελάτες τους και να τους αναγκάζουν να χρησιμοποιούν διατραπεζικές συναλλαγές, τις οποίες επιβαρύνουν με υπέρογκες προμήθειες.
Εάν κάποιος, για παράδειγμα, θέλει να καταθέσει ο ίδιος τα χρήματα σε άλλη τράπεζα για να μην πληρώσει την προμήθεια-χαράτσι, μπορεί να κάνει την κατάθεση μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα 2 ή 3 ωρών, κάθε μέρα, ανάλογα με την τράπεζα.
Σε διαφορετική περίπτωση πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα αυτόματο μηχάνημα συναλλαγών, το οποίο όμως δέχεται κατάθεση μόνο εάν ο καταθέτης έχει κάρτα της συγκεκριμένης τράπεζας, δηλαδή είναι πελάτης.
Αυτή η πρακτική είναι κοινή για όλες τις τράπεζες, το μόνο που αλλάζει είναι το ωράριο, δηλαδή κάθε τράπεζα δέχεται καταθέσεις σε διαφορετικά δίωρο στη διάρκεια της μέρας, οπότε στην πράξη είναι αδύνατον οι καταναλωτές να γνωρίζουν τα ωράρια 4 διαφορετικών τραπεζών και να προγραμματίσουν τις δουλειές τους, χωρίς να πληρώσουν προμήθειες.
Είναι και αυτή δηλαδή μια εναρμονισμένη πρακτική με την οποία οι τράπεζες οδηγούν τους καταναλωτές να «προτιμήσουν» το διατραπεζικό έμβασμα, το οποίο χρεώνουν με υψηλότατες προμήθειες ή να γίνουν πελάτες τους, ακόμα κι αν δεν το θέλουν ή δεν το χρειάζονται.
Πρέπει πάντως να αναγνωρίσει κανείς ότι οι τραπεζίτες δείχνουν μεγάλη φαντασία και δημιουργικότητα όταν είναι να επιβάλουν «χαράτσια» στους πελάτες τους και ίσως γι αυτό αντάμειψαν τους εαυτούς τους με τριπλασιασμό των αμοιβών τους, που έφτασαν στο 1,5 εκατομμύριο ευρώ για το 2023 για τους επικεφαλής των 4 μεγάλων τραπεζών.
Με αυτό τον ρυθμό, είναι βέβαιο ότι συνολικά οι προμήθειες που θα χρεώσουν μέχρι το τέλος του χρόνου οι 4 αυτές τράπεζες, οι λεγόμενες «συστημικές», θα ξεπεράσουν τα 2 δισ. ευρώ.
Από το 2020 που, λόγω πανδημίας, οι συναλλαγές έγιναν ψηφιακές, οι τράπεζες έχουν αυξήσει κατά 57% τις προμήθειες που εισπράττουν.
Τα ποσά αυτά φεύγουν από τις τσέπες των καταναλωτών και πάνε στα κέρδη των τραπεζών, τα οποία προέρχονται από τις υψηλές προμήθειες, αλλά και από τα μηδενικά επιτόκια που δίνουν στους καταναλωτές για τα χρήματα που καταθέτουν, τα οποία οι τράπεζες «γυρνάνε» δηλαδή καταθέτουν για λογαριασμό τους σε υψηλότοκες τοποθετήσεις ώστε να κερδίζουν άκοπα και χωρίς ρίσκο από τη διαφορά.