Ξημερώματα Κυριακής 10 Σεπτεμβρίου 2017. Το δεξαμενόπλοιο «Αγία Ζώνη ΙΙ», έμφορτο με 2.200 μετρικούς τόνους πετρελαίου εξωτερικής καύσης και 370 μετρικούς τόνους πετρελαίου ναυτιλίας εσωτερικής καύσης, περιμένει να εφοδιάσει με καύσιμα τέσσερα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, όταν έπειτα από ένα δυνατό τράνταγμα αρχίζει να παίρνει κλίση προς τα δεξιά. Υστερα από μία ώρα αρχίζει να βυθίζεται στον θαλάσσιο χώρο έξω από τη Σαλαμίνα.
Παράλληλα, περιβαλλοντικές οργανώσεις, η τοπική κοινωνία της Σαλαμίνας, αλλά και επαγγελματίες που επηρεάστηκαν από την πετρελαιοκηλίδα, βρίσκονται σε αναμονή της δίκης. Μάλιστα, όπως σημειώνει η WWF Ελλάς, η οποία από τις 18 Σεπτεμβρίου του 2017 είχε υποβάλει μήνυση κατά παντός υπευθύνου, «λόγω των καθυστερήσεων και της σοβαρής υπέρβασης των εύλογων χρονικών ορίων της ανάκρισης, χρειάστηκε να υποβάλουμε μέχρι και αναφορά στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 2020, ώστε να υπάρξει πρόοδος στη διερεύνηση των αδικημάτων και παραπομπή σε δίκη. Από τη στιγμή που συνέβη το περιβαλλοντικό έγκλημα της βύθισης του τάνκερ και της μεγάλης έκτασης ρύπανσης που προκλήθηκε, είναι απαραίτητο τουλάχιστον να διασφαλιστεί ότι οι ευθύνες θα αποδοθούν με παραδειγματικό τρόπο και ότι μέσα από την εξονυχιστική ανάλυση των αιτιών θα βγούμε καλύτερα προετοιμασμένοι για να προλάβουμε ή να ελέγξουμε αντίστοιχα ατυχήματα στο μέλλον.
Η απόδοση των ευθυνών και η ποινική προστασία του περιβάλλοντος βρίσκονται στα χέρια της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη καλείται να διασφαλίσει ότι οι θάλασσες δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζονται σαν σκουπιδότοποι». Να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με αλιείς μετά τη βύθιση του «Αγία Ζώνη ΙΙ» και τη ρύπανση της θάλασσας υπήρξε μια απαγόρευση μερικών μηνών, ενώ σήμερα η αλιεία γίνεται κανονικά.
Οι επιπτώσεις
«Δεν γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της ρύπανσης που προκλήθηκε από το “Αγία Ζώνη ΙΙ”. Δυστυχώς, δεν έχει γίνει καμία σοβαρή μελέτη για τις πραγματικές επιπτώσεις αυτού του ατυχήματος στο οικοσύστημα και τη δημόσια Υγεία και συγκεκριμένα για τη βιοσυσσώρευση επικίνδυνων ουσιών στην τροφική αλυσίδα και το οικοσύστημα, παρόλο που από αυτήν τη θαλάσσια περιοχή προέρχονται πολλά από τα ιχθυαποθέματα τα οποία διοχετεύονται στην αγορά της Αθήνας», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η Αναστασία Μήλιου, υδροβιολόγος-διευθύντρια Ερευνας στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος». Επίσης, η κ. Μήλιου επισημαίνει: «Το ναυάγιο του “Αγία Ζώνη II” απέδειξε για άλλη μία φορά τη διαχρονική ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού ως προς τη δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης σε θαλάσσια ατυχήματα για την προστασία του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση της δημόσιας Υγείας, αλλά και του τουρισμού. Επτά χρόνια μετά, δυστυχώς, τίποτα δεν έχει αλλάξει στην Ελλάδα, όπου, ελλείψει αποτελεσματικού μηχανισμού πρόληψης και αντιμετώπισης, ένα μεγάλο θαλάσσιο ατύχημα θα μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Οι επιπτώσεις θα είναι καταστροφικές και μακροπρόθεσμες για τη βιοποικιλότητα, την οικονομία και τη δημόσια Υγεία. Αξιοσημείωτο είναι ότι το ναυάγιο του “Αγία Ζώνη II” έγινε πραγματικά υπό άριστες συνθήκες -θα μπορούσαν να είναι και συνθήκες άσκησης-, ιδανικές καιρικές συνθήκες και πολύ κοντά στον αντιρρυπαντικό στόλο – εκεί όπου βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός και οι ιδιωτικές εταιρίες απορρύπανσης. Εάν, λοιπόν, αποτύχαμε να εφαρμόσουμε πλάνο άμεσης ανταπόκρισης, υπό αυτές τις ιδανικές συνθήκες και χρειάστηκαν πολλές ώρες μέχρι να λειτουργήσει ο μηχανισμός ανταπόκρισης, ας αναλογιστούμε τι θα συμβεί στην περίπτωση σοβαρού θαλάσσιου ατυχήματος».
Τo κατηγορητήριο
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι κατηγορούμενοι βαρύνονται με αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος. Τα αδικήματα αφορούν κατά περίπτωση το αδίκημα «της πρόκλησης ρύπανσης περιβάλλοντος από πρόθεση, η οποία είχε ως σοβαρό επακόλουθο σοβαρή και ευρεία ρύπανση και υποβάθμιση, καθώς και σοβαρή και ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη και καταστροφή κατά συναυτουργία», το κακούργημα «της πρόκλησης ναυαγίου από πρόθεση από την οποία προέκυψε κίνδυνος για τον άνθρωπο» και «την απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο από την οποία προκλήθηκε υποβάθμιση». Σημειώνεται ότι οι κατηγορούμενοι έχουν αρνηθεί κατά το στάδιο της ανάκρισης όλες τις κατηγορίες που τους αποδίδονται. Οπως αναφέρει η διεθνής ναυτιλιακή επιθεώρηση TradeWinds, η Εισαγγελία πιστεύει ότι το πλοίο βυθίστηκε επίτηδες σε 35 μέτρα βάθος κοντά στη Σαλαμίνα για να προκαλέσει ρύπανση. Μάλιστα, τα πέντε άτομα που θα καθίσουν στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά κατηγορούνται ότι σκοπίμως μεγιστοποίησαν τον αντίκτυπο της πετρελαιοκηλίδας με σκοπό να αυξηθεί ο προϋπολογισμός του έργου απορρύπανσης, όπως αναφέρει έκθεση του Διεθνούς Ταμείου Αποζημίωσης για τη Ρύπανση από Πετρέλαιο (IOPC Funds), το οποίο είναι επιφορτισμένο να καταβάλει αποζημιώσεις για μεγάλες θαλάσσιες πετρελαιοκηλίδες. Επίσης, τα μέλη του πληρώματος κατηγορούνται ότι άνοιξαν καλύμματα δεξαμενών φορτίου, ώστε να εξασφαλίσουν ότι το πετρέλαιο θα χυθεί στη θάλασσα.
Ο στόχος
Επίσης, έκθεση του ελληνικού Συμβουλίου Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων, που ολοκληρώθηκε το 2019 για λογαριασμό της Εισαγγελίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «στόχος ήταν να αφεθεί το πλοίο να βυθιστεί ανενόχλητο και αβοήθητο», προσθέτοντας πως «τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται σε αυτήν την περίπτωση είναι ξεκάθαρα προφανή από το οικονομικό όφελος που αποκομίζουν οι εταιρίες στις οποίες έχει ανατεθεί από τον πλοιοκτήτη να διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις της απορρύπανσης». Το γεγονός ότι τα δύο μέλη του πληρώματος δεν σήμαναν αμέσως συναγερμό όταν άρχισε να διαρρέει πετρέλαιο στη θάλασσα μετά την κλίση του «Αγία Ζώνη ΙΙ» κίνησε τις υποψίες ότι η διαρροή ήταν σκόπιμη. Και όπως αναφέρει η TradeWinds, η πλοιοκτήτρια εταιρία ανέθεσε την απορρύπανση σε εταιρία που δεν είχε εμπειρία στον τομέα αυτόν και η οποία κατάφερε έπειτα από 53 ώρες να κλείσει και να σφραγίσει τις δεξαμενές, χρόνος που θεωρήθηκε πάρα πολύ μεγάλος. Να υπενθυμίσουμε ότι το «Αγία Ζώνη ΙΙ» είχε αποπλεύσει έμφορτο από τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου με 2.200 μετρικούς τόνους fuel oil και 370 μετρικούς τόνους marine gas oil και από το ναυάγιο επηρεάστηκε μια έκταση 4 χιλιομέτρων ακτών στη Σαλαμίνα, αλλά και 30 χιλιόμετρα ακτογραμμής στο νότιο παραλιακό μέτωπο της Αττικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πετρέλαιο έφτασε μέχρι τη Γλυφάδα, τη Βούλα, τη Βουλιαγμένη, την Ανάβυσσο, ενώ επλήγησαν και περιοχές του Πειραιά, όπως η Πειραϊκή, η Καστέλλα, το Παλαιό Φάληρο, η Φρεαττύδα κ.λπ.