Το διαζύγιο της Σείχα Μάχρα Μπιντ Μοχάμεντ Μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ από τον σύζυγό της Σείχ Μάνα μπιν Μοχάμεντ Ρασίντ μπιν Μάνα Αλ Μακτούμ μετά από έναν χρόνο και κάτι έγγαμου βίου προκάλεσε αίσθηση στην κλειστή κοινωνία του εμιράτου του Ντουμπάι και των πάμπλουτων υπηκόων του σε όλο... τον κόσμο.
Η τριαντάχρονη πριγκίπισσα έκοψε τα δεσμά της με τον σύζυγό της, γνωστό επιχειρηματία, πολιτικό και bon viveur, με μια ανάρτηση στα social media. Έγραψε η πριγκίπισσα: «Αγαπητέ σύζυγε. Καθώς είσαι απασχολημένος με άλλες συντρόφους, με το παρών σου ανακοινώνω το διαζύγιό μας. Σε χωρίζω, σε χωρίζω, σε χωρίζω. Να προσέχεις. Η πρώην σύζυγός σου».
Είναι η πρώτη φορά που οι κάτοικοι της μουσουλμανικής αυτής χώρας παρακολουθούν την εξέλιξη ενός διαζυγίου ανάμεσα σε μέλη της βασιλικής οικογένειας στα social media, με όλα τα σχετικά ντεσού. Unfollow ανάμεσα στους δύο πρώην συζύγους και εξαφάνιση των κοινών φωτογραφιών τους. Είναι επίσης σπάνιο γεγονός μια γυναίκα να χωρίζει τον νόμιμο σύζυγό της κάνοντας χρήση του εδαφίου της Σαρία που επιτρέπει σε έναν άνδρα συνήθως να «ξεφορτωθεί» τη σύζυγό του επαναλαμβάνοντας τρεις φοράς το «Σε χωρίζω».
Ποια είναι η Σείχα Μάχρα Μπιντ Μοχάμεντ Μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ
Η Σείχα Μάχρα Μπιντ Μοχάμεντ Μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ είναι ένα από τα 26 παιδιά του ηγέτη του Ντουμπάι, σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ, ο οποίος είναι και αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Η μητέρα της ήταν μία από τις 7 συζύγους του σεΐχη, με την οποία έχει χωρίσει. Πρόκειται για την Ζωή Γρηγοράκου, με τα καταγωγή από την Σπάρτη, η οποία διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς με την κόρη της, όπως φαίνεται από τις κοινές φωτογραφίες τους που είναι αναρτημένες στο Instagram της πριγκίπισσας.
Η Μάχρα με τη μητέρα της Ζωή Γρηγοράκου
Η Μάχρα παντρεύτηκε τον Ιούνιο του 2023 σε μια τελετή αντάξια μιας πριγκίπισσας και έκανε το ταξίδι του μέλιτος στη Μύκονο, ένα νησί που το ζευγάρι αγαπούσε να επισκέπτεται. Τον Μάιο έφερε στη ζωή μια κόρη και όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Όμως, τα νέα οικογενειακά καθήκοντά του δεν φαίνεται να πτόησαν τον σύζυγο της πριγκίπισσας, ο οποίος συνέχισε να παρτάρει ανά την υφήλιο μαζί με ποδοσφαιριστές και μοντέλα.
Για τη ώρα η βασιλική οικογένεια δεν έχει κάνει κάποιο σχόλιο για τα πρόσφατα γεγονότα, παρά την πίεση από τα Μίντια, ενώ κάποιοι έχουν εκφράσει την απορία μήπως η ανάρτηση για το διαζύγιο της πριγκίπισσας είναι έργο χάκερ.
Ο γάμος της χλιδής και ο μήνας του μέλιτος στη Μύκονο
Τι συνδέει την Σείχα Μάχρα Μπιντ Μοχάμεντ Μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ με την διαβόητη Μαφία της Ηλιούπολης
Η μητέρα της Σείχα Μάχρα Μπιντ Μοχάμεντ Μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ και έκτη σύζυγος του ηγέτη του Ντουμπάι, του οποίου η περιουσία ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσόν των 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, είναι η Ζωή Γρηγοράκου. Με καταγωγή από τη Σπάρτη, η τέως σύζυγος του Σείχη έλκει την καταγωγή της από μια οικογένεια που το όνομα έφτασε να προκαλεί τρόμο, ιδιαίτερα στα νότια προάστια της Αθήνας. Μιας οικογένειας που η άνοδος και η πτώση της θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ταινία του Σκορτσέζε.
Η αιματοβαμμένη ιστορία της «φαμίλιας» Γρηγοράκου
Ήταν 15 Ιουλίου του 2000, μια ημέρα πριν το μνημόσυνο του γιου του, όταν άγνωστοι έστησαν ενέδρα στον Βασίλη Γρηγοράκο και που επέστρεφε με τη σύζυγό του από το εξοχικό τους στο Λαγονήσι. Η ενέδρα στήθηκε στη λεωφόρο Βουλιαγμένης και ο αρχιμαφιόζος, παρά τα μέτρα προστασίας που είχε πάρει, έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια της γυναίκας του. Στο σημείο που έπεσε νεκρός έφτασαν οι δύο κόρες του, Κυριακή και Ζωή, που σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο επιτέθηκαν στους ένστολους που ήταν επί τόπου.
Ο θάνατός του Γρηγοράκου σήμανε αλλαγή σελίδας για το οργανωμένο έγκλημα στην πρωτεύουσα. ΟΙ Μανιάτες παρέδωσαν τη σκυτάλη στους νέους παίκτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Όμως, πριν από γραφτεί ο επίλογος για τον «πάτερ φαμίλια» Βασίλη Γρηγοράκο είχε προηγηθεί μια δεκαετία απόλυτης κυριαρχίας στην αθηναϊκή νύχτα και όχι μόνο.
Το βασίλειο του τρόμου
Όλα ξεκίνησαν το 1989 όταν ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς του εγκλήματος επέστρεψε στην Ελλάδα από την Αμερική με την σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά τους. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια άγονη γωνιά της Ανατολικής Μάνης, τα Μουντανίστικα, μετανάστευσε νέος για να κάνει την τύχη του και, όταν κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, επέστρεψε με σκοπό να εδραιωθεί στην Αθήνα.
Χωρίς καθυστέρηση αποφάσισε να εφαρμόσει στην Ελλάδα τα διδάγματά του από την Αμερική. Οργάνωσε μια συμμορία η οποία, με αφετηρία την Ηλιούπολη, άπλωσε τα πλοκάμια της στα νότια προάστια. Οι βασικές δραστηριότητες της ήταν εκβιασμοί και προστασία μαγαζιών. Καφετέριες, μπαρ, περίπτερα, εστιατόρια, καφενεία με παράνομες μηχανές τυχερών παιχνιδιών -τίποτα δεν τους ξέφευγε.
Ηγετικό ρόλο στην συμμορία είχαν οι δύο γιοι του Βασίλη, ο Νίκος, γνωστός και ως Nick the Greek, και ο Θόδωρος, γνωστός και ως Teddy. Γύρω από αυτούς κινούνταν ένας αστερισμός ανθρώπων, ανάμεσά τους πυγμάχοι και «φουσκωτοί».
Η «γραμμή» Γρηγοράκου και η ρήξη στους κόλπους της «φαμίλιας»
Ο Βασίλης Γρηγοράκος έστησε την «επιχείρησή» του με μία αρχή. Μικρά ποσά από πολλούς «πελάτες» εξασφαλίζουν σίγουρα έσοδα για τη συμμορία, χωρίς ιδιαίτερες φασαρίες.
Όμως, η επιτυχία άνοιξε την όρεξη κάποιων που ζήτησαν επίμονα να αυξηθεί το «χαράτσι» στους μαγαζάτορες. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η φαγωμάρα. Τότε, έγιναν και τα πρώτα σοβαρά λάθη.
Ο Νίκος Γρηγοράκος έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ιδιοκτήτης καφετέριας που αρνήθηκε να πληρώσει το υπέρογκο ποσό που του ζητήθηκε. Όμως, οι εκτελεστές έκαναν λάθος. Αντί για τον στόχο τους, εκτέλεσαν έναν γείτονά του, τον Θεοφάνη Σιδηρόπουλο, ιδιοκτήτη εταιρίας σκαφών αναψυχής, ο οποίος ήταν εντελώς άσχετος με την υπόθεση.
Βλέποντας το τέλος του να έρχεται, ο ιδιοκτήτης της καφετέριας άνοιξε το στόμα του και είπε όλα όσα ήξερε στους άνδρες της ελληνικής αστυνομίας. Καταθέσεις έδωσαν κι άλλοι καταστηματάρχες της περιοχής.
Πολλά από τα μέλη της συμμορίας συνελήφθησαν και σε βάρος τους σχηματίσθηκαν δικογραφίες, όταν όμως μετά από λίγο καιρό άρχισαν να βγαίνουν από τις φυλακές με περιοριστικούς όρους, ο εφιάλτης για τους επιχειρηματίες επέστρεψε.
Υπό το καθεστώς του φόβου για τη ζωή τους και για τις ζωές των αγαπημένων τους προσώπων, ανακάλεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις. Κάπως έτσι, όλοι οι βασικοί πυλώνες της Μαφίας της Ηλιούπολης έμειναν άθικτοι και συνέχισαν ανενόχλητοι τη δράση τους. Δράση που πήρε άλλη τροπή, όταν στο τραπέζι έπεσαν και άλλες προσοδοφόρες δραστηριότητες. Οι απαγωγές ήταν μία από αυτές και ένας τρόπος να βουλώσουν τα στόματα μέσα στη συμμορία.
Η αρχή του τέλους
Η αρχή του τέλους για τη μαφία της Ηλιούπολης ήρθε μετά από μια απαγωγή ενός επιχειρηματία. Η συμμορία έσπασε στα δύο με αφορμή τη μοιρασιά των χρημάτων και ο πόλεμος που ξεκίνησε παραμονές Χριστουγέννων του 1998 ήταν ανελέητος. Ακολούθησε μια σειρά από αιματηρές επιθέσεις, πρωτοφανείς στα ελληνικά χρονικά.
Ο Νίκος Γρηγοράκος έχασε το δεξί πόδι του σε έκρηξη βόμβας στο αυτοκίνητό του. Ο άνθρωπος που έδωσε την εντολή για την επίθεση δεν ήταν άλλος από τον κουμπάρο του.
Ακολούθησε η δολοφονία του πρωτοπαλίκαρου της αντίπαλης «φράξιας», του Γιάννη Σωτηρόπουλου ή «τσέλιγκα» από τον ίδιο τον Βασίλη Γρηγοράκο. Ήταν η απάντησή του για την επίθεση ενάντια στον γιο του. Πλέον δεν υπήρχε επιστροφή.
Στις 7 Ιουνίου 2000, ο Nick the Greek βρίσκονταν στην καφετέρια απέναντι από τα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων. Μέσα δικάζονταν ο πατέρας του Βασίλης Γρηγοράκος για υπόθεση ναρκωτικών.Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού σταμάτησε μπροστά του και ο αναβάτης τον πυροβόλησε πολλές φορές. Ο γιος του «νονού» ξεψύχησε επιτόπου.
Η εκτέλεση του Νίκου σήμανε το καμπανάκι του κινδύνου στον Βασίλη Γρηγοράκο. Ήξερε ότι η σειρά του έρχεται. Και επιβεβαιώθηκε. Στις 15 Ιουλίου 2000, μια ημέρα πριν το μνημόσυνο του γιου του, άγνωστοι του έστησαν ενέδρα και τον δολοφόνησαν στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.
Ο Γρηγοράκος επέστρεφε με τη σύζυγό του από το εξοχικό τους στο Λαγονήσι, στο σπίτι τους στο Μπραχάμι. Οι δολοφόνοι του ήξεραν τα πάντα. Ήξεραν το δρομολόγιο, ήξεραν ότι φορούσε αλεξίσφαιρο, ήξεραν ότι είχε μαζί του ένα μίνι οπλοστάσιο.
Ο μόνος από τον αρχικό πυρήνα της Μαφίας της Ηλιούπολης που γλίτωσε από το μακελειό ήταν ο Θόδωρος Γρηγοράκος, ο οποίος τότε βρισκόταν στη φυλακή. Ο Teddy, όπως ήταν γνωστός, μέσα από τις φυλακές κατάγγειλε ως ηθικό αυτουργό των δολοφονιών του πατέρα και του αδερφού του τον αρχηγό της αντίπαλης συμμορίας ο οποίος ήταν πλέον πανίσχυρος στα νότια προάστια.
Ο άνθρωπος αυτός συνελήφθη μετά από κατάθεση της γυναίκας του Βασίλη Γρηγοράκου. Λίγο μετά, όμως, η χήρα πίσω την κατάθεσή της και αναχώρησε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, από όπου είχε έρθει μια δεκαετία νωρίτερα, ενώ ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας αθωώθηκε με βούλευμα.
Ο κύκλος του αίματος έκλεισε με τον Θόδωρο Γρηγοράκο. 'Ήξερε πως ήταν ο επόμενος και επίσης γνώριζε πως η φυλακή δεν μπορεί να τον προστατέψει. Ο Teddy πέθανε μια ημέρα μετά τα γενέθλιά του, δηλητηριασμένος από το φαγητό που παρασκεύασαν δικοί του άνθρωποι στο διπλανό κελί. Η νεκροψία έδειξε ότι η μακαρονάδα με κιμά που έφαγε περιείχε υδροκυάνιο.
Από την οικογένεια του Βασίλη Γρηγοράκου, οι μόνες που επέζησαν ήταν η μία κόρη, η Ζωή, και η σύζυγος του. Η δεύτερη αδελφή, η Κυριακή βρέθηκε νεκρή μέσα στο αυτοκίνητό της το 2003 σε κοντινή απόσταση από το σπίτι της. Τα δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν ότι η νεαρή γυναίκα αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα μετά από τα γεγονότα που συγκλόνισαν την οικογένειά της και προβλημάτισαν το πανελλήνιο.
Για τις άλλες δύο γυναίκες της ζωής του Βασίλη Γρηγοράκου, κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα…