Με καταθέσεις μαρτύρων συνεχίζεται η δίκη για την υπόθεση δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβαζ έξω από το σπίτι του τον Απρίλιο του 2021.
Η πρώτη μάρτυρας που ανέβηκε στο βήμα ήταν η χήρα του αστυνομικού συντάκτη, Στάθα Αλεξανδρόπουλου. Μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Ο Γιώργος Καραϊβάζ είναι νεκρός λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας. Τον δολοφόνησαν αυτοί που ήθελαν να του κλείσουν το στόμα».
«Ήταν εργασιομανής (σ.σ ο Γιώργος Καραϊβάζ) και άνθρωπος του καθήκοντος».
«Τα τελευταία χρόνια ασχολιόταν πολύ έντονα με το οργανωμένο έγκλημα».
«Ήταν ένας από έγκυρους και έγκριτους δημοσιογράφους στο αστυνομικό ρεπορτάζ και ήταν ένας καταξιωμένος αστυνομικός συντάκτης».
«Δεν ήταν κύριο αντικείμενο της συζήτησης μας η δημοσιογραφική ενασχόληση του Γιώργου. Άκουγα ότι μίλαγε με κάποιον Δημήτρη. Μίλαγε με εκάστοτε υπουργού, υφυπουργό, γενικό γραμματέα, με ποινικούς και εκάστοτε εμπλεκόμενο στο ρεπορτάζ του, αυτό μπορώ να το πιστοποιήσω».
Η χήρα του Γιώργου Καραϊβάζ δεν άντεξε και «λύγισε» όταν χρειάστηκε να αναφερθεί στην δολοφονία. Αντιλαμβανόμενος την συναισθηματική της φόρτιση ο πρόεδρος του δικαστηρίου της είπε πως δεν χρειάζεται να μπει σε λεπτομέρειες.
Λίγα λεπτά διήρκεσε η κατάθεση της μητέρας του δημοσιογράφου καθώς ήταν πολύ συγκινημένη.
«Δεν μου έλεγε αν κάτι τον απασχολούσε. Μου έλεγε πάντα “είμαι καλά μαμά”. Για τη δουλειά του μου έλεγε ότι όλα ήταν καλά. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να τιμωρηθούν οι ένοχοι και οι εντολείς. Έτσι όπως αφαίρεσαν τη ζωή του παιδιού μου να τιμωρηθούν και αυτοί όπως τους αξίζει. Να τιμωρηθούν οι ένοχοι όλοι».
«Με τον αδελφό μου είχαμε καλή σχέση, ποτέ δεν μου είχε πει κάτι για τη δουλειά του» είπε η αδελφή του θύματος, Ανατολή Καραϊβάζ.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και αστυνομικός που συμμετείχε στις έρευνες για την εξιχνίαση της ανθρωποκτονίας του δημοσιογράφου, ο οποίος, είπε πως ο σωματότυπος του δράστη ταιριάζει με αυτόν ενός εκ των δύο κατηγορουμένων.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια των μελών της οικογένειας όταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, εργαζόμενος στο δήμο Αλίμου, περιέγραψε τη στιγμή του εγκλήματος.
«Ήμουν με τους συναδέλφους μου. Ακούμε το μπαμ. Γυρίζουμε. Στο σημείο, έχει μία πέργκολα ξύλινη, εκεί ακούστηκε, άκουσα κάτι σαν εξάτμιση και ένα “αααα”. Νόμιζα ότι κάηκε ο άνθρωπος από την εξάτμιση. Βλέπω τους δύο από πάνω να βαράνε αβέρτα. Δύο άνδρες όρθιοι ήταν, ο μπροστινός κρατούσε το όπλο και βαρούσε. Ήταν φουλ καλυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω.Τα παιδιά μου είπαν «πάρε την αστυνομία».Φορούσαν το κράνος και από μέσα σαν μα είχε φουλ φέις… Ήταν πολύ ήρεμοι, ψύχραιμοι ανέβηκαν στην μηχανή και έφυγαν. Ήταν άνετοι, πολύ χαλαροί όπως εγώ όταν πάω να κλαδέψω».