Σύμφωνα με την πρόεδρο του σωματείου Μ. Ζησιμάτου και τον Γενικό Γραμματέα Κ. Καταραχιά που υπογράφουν την καταγγελία με ημερομηνία 30 Απριλίου, η αστυνομία παρενέβη ωμά στη διαδικασία περίθαλψης της γυναίκας, την απομάκρυνε από το νοσοκομείο και την υπέβαλε σε πολύωρη αναμονή σε Αστυνομικό Τμήμα.
Η γυναίκα είχε πέσει θύμα βιασμού τρεις ημέρες πριν την προσέλευση της στα επείγοντα του νοσοκομείου. Ύστερα από σύσταση των εφημερευόντων γιατρών και νοσηλευτών επικοινώνησε με την αστυνομία προκειμένου να καταγγείλει τον βιασμό της. Ωστόσο, αντί η αστυνομία να στείλει άνδρες της να πάρουν κατάθεση από το θύμα, κάλεσαν την ατυχή γυναίκα να προσέλθει η ίδια στο Τμήμα, γεγονός που το σωματείο χαρακτηρίζει «παράλογο και επονείδιστο».
«Η ωμή παρέμβαση της αστυνομίας στη διαδικασία της περίθαλψης της, η υποβολή της σε πολύωρη αναμονή σε ένα ΑΤ, για να υποβάλλει κατάθεση, η πλήρης έλλειψη συγκροτημένης περίθαλψης τέτοιων περιστατικών αποδεικνύουν στην πράξη την ακραία σεξιστική πολιτική του κράτους και της κυβέρνησης απέναντι στις γυναίκες και πολύ περισσότερο στις κακοποιημένες γυναίκες» καταγγέλλει το σωματείο.
«Θεωρούμε αδιανόητο, επικίνδυνο και αντιεπιστημονικό, να προσέρχεται αναφέροντας αυτά τα συμπτώματα μετά τον βιασμό της να απομακρύνεται από το νοσοκομείο μας και να παραπέμπεται σε κάποιο Α.Τ. του λεκανοπέδιου».
Όπως αναφέρουν οι γιατροί του σωματείου η διαδικασία αντιμετώπισης των θυμάτων κακοποίησης δε μπορεί να βρίσκεται στα χέρια της αστυνομίας. Μάλιστα, επισημάνουν ότι εάν ένα μέλος τους του δεν παρενέβαινε σε αυτή την εξοργιστική- όπως τη χαρακτηρίζουν- διαδικασία της δεύτερης κακοποίησης της γυναίκας, το θύμα: «ούτε θα επέστρεφε στο νοσοκομείο ούτε θα ερχόταν η αστυνομία στο χώρο του ΤΕΠ να πάρει κατάθεση όπως ορίζει ο νόμος» σημειώνει.
«Το αν θα γίνει ο ενδεδειγμένος έλεγχος και η αντιμετώπιση ενός βιασμού δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση ή την προσωπική ενημέρωση κάθε συναδέλφισσας/ου» συνεχίζει το σωματείο εργαζομένων.