Τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του αστυνομικού συντάκτη, Γιώργου Καραϊβάζ, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του στον Άλιμο, η έρευνα τον Αρχών δεν έχει δώσει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα για την υπόθεση που αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που η χώρα μας θεωρείται ουραγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον δείκτη ελευθερίας... του Τύπου.
Όταν έπεσε νεκρός ο δημοσιογράφος τόσο στους κυβερνητικούς όσο και στους αστυνομικούς κύκλους αναφερόταν ότι η εξιχνίαση της δολοφονίας είναι ζήτημα τιμής και δημοκρατίας. Τρία χρόνια μετά το αποτελέσματα της έρευνας είναι η προ ενός έτους σύλληψη των δύο ατόμων που κατηγορούνται ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να οριστεί η ημερομηνία της δίκης τους σε πρώτο βαθμό.
Την ίδια ώρα, όμως, αναπάντητα παραμένουν τα τρία πιο κρίσιμα ερωτήματα.
1) Ποιο ήταν το κίνητρο των δραστών; Στο σχετικό κομμάτι της δικογραφίας δεν διευκρινίζεται. Διά της εις άτοπον απαγωγής («λόγω της απουσίας άλλου κινήτρου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται) γίνεται λόγος για «ανθρωποκτονία κατά παραγγελία», ενώ για περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με το συγκεκριμένο όρο υπάρχει παραπομπή σε σχετική βιβλιογραφία. Στη δικογραφία γίνεται επίσης λόγος για επαφές του Γιώργου Καραϊβάζ με ανθρώπους από τους οποίους αντλούσε πληροφορίες, χωρίς όμως να υπάρχουν αναφορές σε σχέση με το πώς οι επαφές αυτές σχετίζονται με την υπόθεση.
2) Ποιος έδωσε την εντολή για τη δολοφονία; Στη δικογραφία της υπόθεσης αναφέρονται δύο ονόματα που κατά το παρελθόν είχαν κατηγορηθεί ως μέλη κυκλώματος εκβιαστών. Ωστόσο, τα δύο αυτά πρόσωπα δεν είναι κατηγορούμενοι για την υπόθεση Καραϊβάζ, καθώς δεν προέκυψε εμπλοκή τους. Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι δεν έχουν βρεθεί στοιχεία όσον αφορά στον «εγκέφαλο» και μόνο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν.
3) Που βρίσκεται το όπλο της δολοφονίας; Από την εργαστηριακή εξέταση των 13 καλύκων που βρέθηκαν στον τόπο της δολοφονίας διαπιστώθηκε ότι προέρχονται από πυροβόλο όπλο των 9mm. Επίσης, προέκυψε ότι όλες οι σφαίρες εκτοξεύτηκαν από ένα όπλο. Ο εντοπισμός αυτού του όπλου θα ήταν ένα καθοριστικό στοιχείο για την έκβαση της υπόθεσης.
Μετά τη δολοφονία Καραϊβάζ πηγές της λεωφόρου Κατεχάκη σημείωναν ότι είχε αποφασιστεί σε ανώτατο επίπεδο να σχηματιστεί μία ομάδα από όλες τις ειδικές υπηρεσίες του Σώματος, με στόχο να βρεθούν οι πληροφορίες και τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στους δράστες του εγκλήματος. Ωστόσο, ουδέποτε έγινε γνωστό τι απέγινε αυτή η έρευνα.
Πριν από ένα χρόνο η Αστυνομία συνέλαβε δύο άνδρες, ηλικίας 40 και 48 ετών, με την κατηγορία ότι είναι οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας. Η έρευνα βασίστηκε στα κινητά τηλέφωνα και στην χαρτογράφηση του δρομολογίου της μηχανής και του βαν που χρησιμοποιήθηκαν, ενώ ποτέ δεν έγινε γνωστό εάν υπήρχαν άλλα άτομα που συμμετείχαν ως φυσικοί αυτουργοί (παρότι θεωρείται απίθανο να ήταν μόνο δύο οι δράστες).
Το βαν που κατά την Αστυνομία χρησιμοποιήθηκε ανήκει σε εταιρία της συντρόφου του 48χρονου κατηγορούμενου. Στη δικογραφία αναφέρεται ότι ο 48χρονος είχε το ρόλο του «αφεντικού» στην εταιρία και ότι για φορολογικούς λόγους ιδιοκτήτρια φαινόταν η σύντροφός του.
Σε έλεγχο που έκανε στην εν λόγω εταιρία η Οικονομική Αστυνομία, στις 10 Απριλίου 2023, ο 48χρονος εμφανίστηκε ως «υπεύθυνος» της επιχείρησης. Στις ερωτήσεις των αστυνομικών προς τον 48χρονο για το λόγο που βρισκόταν το βαν την επίμαχη ημέρα στην περιοχή του Αλίμου και το δρομολόγιο του, ο συλληφθείς ανέφερε ότι η παρουσία του βαν στον Άλιμο και η κοινή διαφυγή βαν και μηχανής αποτελούν σύμπτωση.
«Μοίραζα φυλλάδια με άλλα δύο άτομα από την εταιρεία, στις περιοχή για τέσσερις ημέρες. Τα δρομολόγια ξεκινούσαν από τον Πειραιά μέχρι τον Άλιμο», φέρεται να υποστήριξε. Ο δεύτερος κατηγορούμενος φέρεται να ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν στην περιοχή του Αλίμου αλλά ότι βρισκόταν σε δουλειές του σε άλλη περιοχή.
Το κίνητρο
Το κίνητρο της δολοφονίας Καραϊβάζ παραμένει άγνωστο, παρότι υπάρχει σχετικό κεφάλαιο στη δικογραφία του Τμήματος Ανθρωποκτονιών με τίτλο «Ερμηνευτική προσέγγιση-Κίνητρο Ανθρωποκτονίας».
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται σαφές ότι δεν κατέστη δυνατό –από τη μέχρι στιγμής έρευνα- να εξακριβωθεί το κίνητρο της δολοφονίας. Έτσι, οι αστυνομικοί προχωρούν σε μία ανάλυση, βασιζόμενοι στο modus operandi (τρόπο δράσης) των δολοφόνων, ενώ παραπέμπουν σε «εγχειρίδιο ταξινόμησης εγκλημάτων». Όπως γράφουν πρόκειται για μία «ανθρωποκτονία κατά παραγγελία».
Ακολουθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της δικογραφίας:
«Από την ανάλυση του τόπου του εγκλήματος, ως πηγή πληροφοριών που αντικατοπτρίζει τη συμπεριφορά των δραστών για την κατάταξη – ταξινόμηση της ανθρωποκτονίας και τον προσδιορισμό των κινήτρων αυτής, προκύπτει ότι η επιλογή του χώρου και χρόνου διάπραξης της ανθρωποκτονίας (οικία του θύματος, τη στιγμή που επέστρεφε, όπως συνήθιζε, μετά το πέρας της εργασίας του), η γρήγορη τέλεση της πράξης (αιφνιδιασμός του θύματος τη στιγμή που αποβιβάστηκε από το όχημά του και κινούνταν πεζός προς την οικία του) και τάχιστη διαφυγή των δραστών (με μοτοσυκλέτα– scooter που ανέμενε λίγο πιο μακριά), η πλήξη του θύματος από ιδιαίτερα κοντινή απόσταση σε ζωτικά όργανα με χρήση πιστολιού (πιθανόν και με χρήση σιγαστήρα), αποτελούν ενδείξεις, οι οποίες υποδηλώνουν, αφενός τον προσεκτικό σχεδιασμό, αφετέρου τον βαθμό επιτήδευσης των δραστών. Η μη απόσπαση τιμαλφών του θύματος καταδεικνύει ότι το κίνητρο της επίθεσης δεν ήταν η ληστεία. Η δε απουσία διαπίστωσης άλλου κινήτρου, αλλά και οι σχέσεις τις οποίες είχε αποκτήσει το θύμα για άντληση πληροφοριών, συνάδουν με το ενδεχόμενο το κίνητρο της ανθρωποκτονίας να είναι η οριζόμενη στη βιβλιογραφία «κατά παραγγελία» ανθρωποκτονία.
Σημειώνεται ότι με βάση το σχετικό εγχειρίδιο ταξινόμησης εγκλημάτων, στις ανθρωποκτονίες που τελούνται «κατά παραγγελία», συνήθως δεν υπάρχει σχέση (προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική) μεταξύ δολοφόνου και θύματος. (Σχετ. «Εγχειρίδιο Ταξινόμησης Εγκλημάτων» (Crime Classification Manual), John Douglas, Ann Burgess, Allen Burgess, Robert Ressler, σελ. 33). Πέραν των ανωτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι στις ανθρωποκτονίες «κατά παραγγελία» παρατηρείται η λήψη «αντιμέτρων» από μέρους των δραστών, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί από τις Διωκτικές Αρχές, καθώς και προς αποφυγή σύνδεσης τους με τον τόπο του εγκλήματος. Παρατηρείται δε, χρήση οπλισμού και εξοπλισμού «μίας χρήσης» όπως λόχου χάριν όπλα που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε άλλη έκνομη ενέργεια («καθαρά» όπλα), χρήση «επιχειρησιακών» κινητών τηλεφώνων, εναλλαγή ή και καύση οχημάτων, εναλλαγή οδηγών οχημάτων κ.λπ.».