Είτε ως ποδοσφαιριστής, είτε στο τιμόνι της εθνικής ομάδας, ο Μάριο Ζαγκάλο συνέδεσε το όνομά του με μεγάλες επιτυχίες του αθλήματος στη Βραζιλία. Ήταν αριστερό εξτρέμ, μέλος του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος που κατέκτησε το πρώτο Μουντιάλ της χώρας, το 1958, ενώ ήταν στέλεχος της ομάδας που επανέλαβε αυτό τον θρίαμβο, τέσσερα χρόνια αργότερα.
Το 1970 ήταν ο προπονητής της βραζιλιάνικης εθνικής ομάδας στην οποία έπαιζαν θρύλοι όπως ο Πελέ, ο Ζαϊρζίνιο, ο Ριβελίνο και ο Τοστάο. Πολλοί θεωρούν ότι αυτή ήταν η σπουδαιότερη εθνική ομάδα που υπήρξε ποτέ. Ένα σύνολο που υπό τις οδηγίες του Μάριο Ζαγκάλο κατέκτησε το τρίτο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, στο Μεξικό.
Με αυτό το επίτευγμα, ο Μάριο Ζαγκάλο έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε το Μουντιάλ τόσο ως παίκτης όσο και ο προπονητής. Αργότερα, ήταν βοηθός προπονητή του Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, όταν η Βραζιλία πήρε τον τέταρτο τίτλο της, στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994.
Οι Βραζιλιάνοι τον αγαπούσαν για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Δεν δίσταζε να απαντήσει σε όσους έλεγαν ότι οι ομάδες του έπαιζαν υπερβολικά αμυντικά. Ένα από τα πιο διάσημα ξεσπάσματά του έγινε μετά την κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα από τη Βραζιλία, το 1997 στη Βολιβία. Μετά το τελευταίο σφύριγμα, ούρλιαξε προς τις κάμερες: «Θα αναγκαστείτε να με ανεχθείτε».
Επίσης, ήταν τρομερά προληπτικός και πίστευε ότι ο αριθμός 13 του έφερνε τύχη. Του άρεσαν οι φράσεις με 13 γράμματα, παντρεύτηκε στις 13 του μηνός και κάποτε αστειεύτηκε ότι θα αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο στις 13:00, της 13ης Ιουλίου του 2013.
Μάριο Ζαγκάλο: «Το ποδόσφαιρο μπήκε στη ζωή μου τυχαία»
Ο Μάριο Χόρχε Λόμπο Ζαγκάλο γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1931, στο Μασεϊό, στις φτωχές βορειοανατολικές ακτές της Βραζιλίας. Προτού γίνει ενός έτους, η οικογένειά του μετακόμισε στο Ρίο ντε Τζανέιρο και εκεί ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο.
Ήθελε να γίνει πιλότος, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτό το όνειρο λόγω κακής όρασης. Σπούδασε λογιστική και στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε ποδόσφαιρο με την America, που τότε ήταν από τους μεγαλύτερους συλλόγους της πόλης.
«Ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής, δεν με άφηνε», είχε δηλώσει σε συνέντευξη ο Μάριο Ζαγκάλο. «Τότε δεν ήταν ένα σεβαστό επάγγελμα. Για αυτό λέω ότι το ποδόσφαιρο μπήκε στη ζωή μου τυχαία», είχε συμπληρώσει.
Ο Μάριο Ζαγκάλο ξεκίνησε ως αριστερό χαφ, φορώντας τη φανέλα με το Νο10, η οποία τότε- πριν από τον Πελέ- δεν είχε ακόμα τη σημασία που έχει σήμερα. Συνειδητοποιώντας ότι παίζοντας σε αυτή τη θέση θα ήταν δύσκολο να κληθεί στην εθνική ομάδα, καθώς υπήρχαν πολλοί καλοί παίκτες, έγινε αριστερό εξτρέμ.
Έκανε το ντεμπούτο του σε Μουντιάλ στη Σουηδία, το 1958, όταν έπαιξε βασικός σε όλα υα ματς, δίπλα στον Γκαρίντσα και τον Πελέ, που τότε ήταν μόλις 17 ετών. «Ήμουν 27 και ο Πελέ ήταν 17. Για αυτό λέω ότι ποτέ δεν έπαιξα μαζί του, αλλά ότι εκείνος έπαιξε μαζί μου», είχε δηλώσει.
«Κρέμασε» τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του το 1965 και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως προπονητής, αναλαμβάνοντας τη Botafogo. Υπήρξε στο «τιμόνι» πολλών βραζιλιάνικων συλλόγων, αλλά άφησε το στίγμα του όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Ζοάο Σαλντάνια στην εθνική ομάδα, λίγους μήνες πριν από το Μουντιάλ του 1970.
Ο Ζαγκάλο οδήγησε τους σταρ της ομάδας στον θρίαμβο επί της Ιταλίας στον τελικό, με 4-1. Ήταν στον πάγκο του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της Βραζιλίας και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, αλλά η τέταρτη θέση αποτέλεσε μια απογοητευτική εμφάνιση.
Ήταν βοηθός του Παρέιρα το 1994, όταν η Βραζιλία κατέκτησε για τέταρτη φορά το Μουντιάλ. Το 1998 ο Μάριο Ζαγκάλο ήταν ο προπονητής της Βραζιλίας, η οποία έχασε 3-0 από τη διοργανώτρια Γαλλία στον τελικό του Μουντιάλ.
Πριν από εκείνο το ματς, ο Ρονάλντο έπαθε σπασμούς και ο Ζαγκάλο επικρίθηκε επειδή τον άφησε να παίξει. «Το επέτρεψαν οι γιατροί. Οποιοσδήποτε στη θέση μου θα έκανε το ίδιο. Δεν θα τον εμπόδιζα να παίξει σε τελικό Μουντιάλ», είχε δηλώσει.
Η τελευταία του παρουσία στον πάγκο της εθνικής ομάδας ήταν στο Μουντιάλ του 2006, όταν ήταν και πάλι βοηθός του Παρέιρα. Η Βραζιλία ήταν το φαβορί, αλλά η ομάδα των Ροναλντίνιο, Κακά, Ρονάλντο και Αντριάνο έχασε από τη Γαλλία στα προημιτελικά.