Το πολιτειακό Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε απόφαση δικαστηρίου τον Νοέμβριο σε πρώτο βαθμό που αποφαινόταν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ διέπραξε «ανταρσία» την 6η Ιανουαρίου 2021, όταν οπαδοί του επιτέθηκαν στο Καπιτώλιο, ενώ έκρινε πως το Άρθρο 3 της 14ης Τροπολογίας του Συντάγματος είναι εφαρμοστέο στην υπόθεση του τότε προέδρου. Ωστόσο ανέστειλε την εφαρμογή της απόφασης αυτής ως την 4η Ιανουαρίου, ώστε να δώσει περιθώριο για ενδεχόμενη προσφυγή στο ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο ως τότε.
Ο μεγιστάνας είναι ο πρώτος υποψήφιος στην αμερικανική ιστορία που κρίνεται από δικαστήριο πως δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα δυνάμει της εξ ορισμού σπάνια χρησιμοποιούμενης τροπολογίας αυτής. Το κείμενο στερεί από όποιους ενέχονται σε «ανταρσία ή στάση» το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικαλέστηκε την υποκίνηση της επίθεσης οπαδών του κ. Τραμπ στην έδρα του αμερικανικού Κογκρέσου και τη διέγερση στη βία εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης.
Μολονότι η απόφαση αφορά επί του παρόντος μόνο την εσωκομματική διαδικασία των Ρεπουμπλικάνων στην πολιτεία (5η Μαρτίου), ίσως αποδειχθεί καθοριστική ευρύτερα.
Στη δικαιοσύνη προσέφυγαν ψηφοφόροι στην πολιτεία —παραδοσιακό προπύργιο των Δημοκρατικών—, με την υποστήριξη της οργάνωσης Citizens for Responsibility and Ethics in Washington («Πολίτες υπέρ της Υπευθυνότητας και της Δεοντολογίας στην Ουάσιγκτον»). Επιχειρηματολόγησαν πως ο κ. Τραμπ πρέπει να τεθεί εκτός εκλογικής διαδικασίας διότι υποκίνησε την επίθεση οπαδών του στο Κογκρέσο, προκειμένου να εμποδιστεί η διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας στον διάδοχό του Τζο Μπάιντεν μετά τη νίκη του τελευταίου τις εκλογές του 2020.
«Αντιδημοκρατική»
Το Ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο κατήγγειλε αμέσως την «αντιδημοκρατική» επίθεση εναντίον του υποψήφιου.
«Το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο εξέδωσε εντελώς προβληματική απόφαση (...) και θα προσφύγουμε γρήγορα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και θα ζητήσουμε να ανασταλεί αυτή η βαθιά αντιδημοκρατική απόφαση», τόνισε ο Στίβεν Τσανγκ, ο εκπρόσωπος της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, σε ανακοίνωση Τύπου που δημοσιοποίησε.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Μάικ Τζόνσον, έκρινε από τη δική του πλευρά πως η απόφαση είναι «ανεύθυνη» και τίποτα λιγότερο από «ελάχιστα συγκαλυμμένη παραταξιακή επίθεση».
«Νικήσαμε!» πανηγύρισε αντίθετα η οργάνωση Citizens for Responsibility and Ethics in Washington (CREW, «Πολίτες υπέρ της Υπευθυνότητας και της Δεοντολογίας στην Ουάσιγκτον»), που υποστήριξε την ομαδική προσφυγή ψηφοφόρων στη δικαιοσύνη του Κολοράντο.
Η απόφαση αυτή είναι «όχι μόνο ιστορική και δικαιολογημένη, αλλά αναγκαία για να προστατευθεί το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας», υπερθεμάτισε σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος της CREW, ο Νόα Μπουκμπάιντερ.
«Ο κ. Τραμπ έδρασε με τη συγκεκριμένη πρόθεση να υποκινήσει πολιτική βία και να την κατευθύνει στο Καπιτώλιο, με σκοπό να εμποδίσει την επικύρωση» του εκλογικού αποτελέσματος, της νίκης του αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν τον Νοέμβριο του 2020, αποφαινόταν στην πρωτόδικη απόφαση της, τη 17η Νοεμβρίου, η δικάστρια Σάρα Γουάλας.
Αντίθετα, έκρινε πως η 14η τροπολογία του Συντάγματος, που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες, δεν ήταν εφαρμοστέα για τον πρώην πρόεδρο, αναγνωρίζοντας μολαταύτα πως υπάρχουν αμφιβολίες για αυτό.
Η 14η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος υιοθετήθηκε το 1868· στο στόχαστρο την εποχή βρίσκονταν οι οπαδοί της Συνομοσπονδίας, οι Νότιοι που ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο της απόσχισης (1861-1865), ώστε να αποκλείονται από κάθε δημόσιο αξίωμα όσοι, ενώ είχαν ορκιστεί να υπερασπίζονται το Σύνταγμα, προέβησαν σε «ανταρσία».
Εκπρόσωπος Τραμπ: Θα προσφύγουμε στο Ανώτατο Δικαστήριο
Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε χθες ο πρώτος διεκδικητής της προεδρίας στην αμερικανική ιστορία που κρίνεται από τη δικαιοσύνη πως δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα.
Συνήγορος του Ρεπουμπλικάνου επιχειρηματολόγησε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο πως τα γεγονότα στο Καπιτώλιο δεν ήταν αρκετά σοβαρά για να χαρακτηριστούν ανταρσία ή στάση, ότι η ομιλία του πρώην προέδρου ενώπιον υποστηρικτών του στην Ουάσιγκτον πριν από την επίθεση προστατευόταν από το δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου, που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, και ότι το δικαστήριο δεν είχε τη δικαιοδοσία να στερήσει από τον κ. Τραμπ —που έχει πελώριο προβάδισμα στην εσωκομματική διαδικασία των Ρεπουμπλικάνων, κατά δημοσκοπήσεις— το δικαίωμα να είναι υποψήφιος.
Ο Κάρλος Σαμούρ, μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Κολοράντο που μειοψήφησε, επιχειρηματολόγησε σε μακροσκελή γνωμοδότησή του πως η διαδικασία δεν αποτελούσε «δίκαιο» μηχανισμό για να κριθεί αν έπρεπε να στερηθεί ο κ. Τραμπ το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, αφού δεν έχει καταδικαστεί για ανταρσία από τη δικαιοσύνη, κατά συνέπεια τού στερείται επίσης το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.
«Ακόμη κι αν είμαστε πεπεισμένοι πως κάποιος υποψήφιος διέπραξε φρικτές πράξεις στο παρελθόν —ακόμη κι αν ενεχόταν σε ανταρσία, θα τολμούσα να πω— πρέπει να υπάρξει τήρηση της νόμιμης διαδικασίας προτού να είμαστε σε θέση να αποφανθούμε πως το πρόσωπο αυτό δεν έχει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι», εξήγησε ο δικαστής Σαμούρ.
Στο ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο οι συντηρητικοί δικαστές έχουν καθαρή πλειοψηφία (6-3)· τρία μέλη του άλλωστε διορίστηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ.