Ειδικότερα, η εισαγγελέας – για λόγους υγείας – επεξεργαζόταν δικογραφίες από το σπίτι της χωρίς να πηγαίνει στην Εισαγγελία επί σειρά ετών.
Σύμφωνα με το νέο προϊστάμενο της Εισαγγελίας, η μερική απασχόληση τω δικαστών δεν προβλεπόταν και έτσι στην εισαγγελέα υπεδείχθη η εθελούσια έξοδος ενώ έγγραφο που εστάλη στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου υποστηριζόταν πως οι λόγοι υγείας ήταν ψευδείς.
Στη συνέχεια, η εισαγγελέας παραιτήθηκε ωστόσο άσκησε αγωγή κατά του πρώην προϊσταμένου της ισχυριζόμενη πως με απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, είχε κριθεί ανάπηρη με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%.
Στην αγωγή της αναφέρεται πως ο νέος προϊστάμενος με έγγραφό του στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών και στη Διεύθυνση Δικαστικών Λειτουργών, υποστήριζε πως η εισαγγελέας «αν και συνέχιζε να μισθοδοτείται, δεν εμφανιζόταν αδικαιολόγητα στην υπηρεσία της», ζητώντας την περικοπή των αποδοχών της.
Η ίδια στην αγωγή της χαρακτηρίζει συκοφαντικές τις ενέργειες του προϊσταμένου της υποστηρίζοντας μάλιστα ότι «παρά την κατάσταση της υγείας της θα μπορούσε να απασχολείται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο (κατ’ οίκον), έως και την συνταξιοδότησή της (στο 67° έτος της ηλικίας της)». Επιπλέον αναφέρει πως εξαιτίας του «υπέστη ηθική βλάβη» καθώς την παρουσίαζε ως «ανάξια και αμελή εισαγγελική λειτουργό».
Στην αγωγή της ζήτησε 1,1 εκατ. ευρώ ωστόσο τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το Εφετείο απέρριψαν την αγωγή της και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την σε βάρος της εφετειακή απόφαση.
Έτσι, αξίωσε νομιμότοκα από τον προϊστάμενό της αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη, το ποσό των 10.000 ευρώ, όπως επίσης και το ποσό των 12.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησή της, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη (συνολικά αξίωσε 1.103.157,43 ευρώ).