Το μεγάλο ενδιαφέρον για μία θέση στις ευρωλίστες των κομμάτων μπορεί να οφείλεται σε υγιείς πολιτικές φιλοδοξίες -αλίμονο-, αλλά έχει και μία τεράστια οικονομική πλευρά, που δεν αφήνει σχεδόν... κανέναν αδιάφορο.
Ακόμα κι αν κάποιος έχει λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, εφόσον αντιμετώπισε ποτέ τέτοιο, τα οικονομικά δεδομένα που προβλέπονται για τους ευρωβουλευτές είναι από μόνα τους ικανά να αλλάξουν το στάτους των περισσότερων ανθρώπων.
Οι μισθοί και οι αμοιβές είναι δυνατόν να εκτοξεύσουν το εισόδημα ενός ευρωβουλευτή κοντά στις 20.000 ευρώ, δίδοντάς του τη δυνατότητα να φουσκώσει τους τραπεζικούς του λογαριασμός, όσα έξοδα και δαπάνες κι αν έχει λόγω των αναγκών του να ζει σε δύο πόλεις και δύο χώρες.
Υπολογίζεται ότι μέσα σε μία πενταετία, ένας προσεκτικός στην οικονομική διαχείριση ευρωβουλευτής –δεν μιλάμε για… «σφιχτοχέρη»- μπορεί να φύγει από τις Βρυξέλλες με περίπου μισό εκατομμύριο παραπάνω περιουσία από εκείνη που είχε όταν πήγε.
Η δεύτερη πενταετία δίνει τη δυνατότητα να μετατραπεί ο ευρωβουλευτής ακόμα και σε… εκατομμυριούχο και ίσως γι’ αυτό υπάρχουν σκέψεις πλέον στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά και σε κόμματα να θέσουν όριο δύο θητειών στους υποψηφίους τους.
Μία τρίτη θητεία είναι ικανή, με αυτά τα υψηλά οικονομικά επίπεδα να κάνει έναν ευρωβουλευτή να ξεχάσει για τα καλά ότι η πολιτική δεν είναι για πλουτισμό. Και να κυνηγά με κάθε τρόπο την επανεκλογή του.
Γι’ αυτό ακριβώς το οικονομικό θέλγητρο της ευρωβουλής κάποιοι ψάχνουν κάθε δυνατό τρόπο να συνεχίσουν, ακόμα κι αν το κόμμα με το οποίο έχουν εκλεγεί, δεν δείχνει ικανό να τους εξασφαλίσει μία δεύτερη ή τρίτη θητεία – τίποτα δεν είναι τυχαίο όταν μιλάμε για τόσα λεφτά.
Ή, για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι δύσκολα δεν λαμβάνει κάποιος αυτό το κίνητρο υπόψη του. Ακόμα κι αν πράγματι θέλει να… «προσφέρει» στη χώρα.
Οι μισθοί
Σύμφωνα με το ενιαίο καθεστώς που τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 2009, ο μηνιαίος μισθός των βουλευτών του ευρωκοινοβουλίου ανέρχεται, πριν από την αφαίρεση του φόρου, σύμφωνα με το ενιαίο καθεστώς, σε 9.975,42 ευρώ από 1.1.2023. Ο μισθός προέρχεται από τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου και υπόκειται σε φόρο της ΕΕ και σε ασφαλιστικές εισφορές, μετά την παρακράτηση των οποίων ο μισθός ανέρχεται σε 7.776,06 ευρώ.
Ημερήσια αποζημίωση
Το Κοινοβούλιο καταβάλλει κατ’ αποκοπή αποζημίωση 338 ευρώ ανά ημέρα για να καλύψει το σύνολο των άλλων εξόδων στα οποία υποβάλλονται οι βουλευτές κατά τις περιόδους κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων, με την προϋπόθεση ότι βεβαιώνουν την παρουσία τους υπογράφοντας έναν από τους επίσημους καταλόγους που έχουν ανοιχτεί για το σκοπό αυτό.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εάν ένας ευρωβουλευτής λάβει μέρος σε 20 συνεδριάσεις το μήνα (όχι πάντως σε λιγότερες από τις μισές, διότι έχει μείωση), τότε λαμβάνει ένα ποσό κοντά στις 7.000 ευρώ.
Το πόσο από αυτό θα είναι πραγματικά έξοδα ή μπορεί απλά να «μείνει» στην άκρη, είναι θέμα κάθε ευρωβουλευτή. Αλλά πολλοί καταφέρνουν να κάνουν… χρηστή διαχείριση, που να τους επιτρέπει να καλύψουν κάθε ανάγκη τους και να μην χρειαστεί να δαπανήσουν ευρώ από τους μισθούς τους. Ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αποζημίωσης μπορεί να είναι κανονικό εισόδημα. Απλά δεν λογίζεται ακριβώς ως τέτοιο.
Άλλα έξοδα ή «έξοδα»
Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λαμβάνουν αποζημιώσεις για την κάλυψη εξόδων που αντιμετωπίζουν κατά την εκτέλεση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων, όπως σημειώνεται.
Αυτή η αποζημίωση αποσκοπεί στην κάλυψη εξόδων στο κράτος μέλος εκλογής, όπως τα έξοδα διοίκησης του γραφείου του βουλευτή, τα τηλεφωνικά και ταχυδρομικά τέλη, καθώς και την αγορά, λειτουργία και συντήρηση ηλεκτρονικού και τηλεματικού εξοπλισμού. Το ποσό αυτής της αποζημίωσης ανέρχεται στα 4.778 ευρώ μηνιαίως. Το ποσό αυτό καταβάλλεται χωρίς την προϋπόθεση εμφάνισης παραστατικών/αποδείξεων.
Οι περισσότερες συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως οι σύνοδοι της Ολομέλειας και οι συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών και των πολιτικών ομάδων, διεξάγονται στις Βρυξέλλες ή στο Στρασβούργο. Το πραγματικό κόστος των εισιτηρίων που αγοράζουν οι βουλευτές για να παραστούν στις εν λόγω συνεδριάσεις επιστρέφεται σε αυτούς κατόπιν προσκομίσεως των σχετικών δικαιολογητικών έως την τιμή αεροπορικού εισιτηρίου διακεκριμένης θέσης «Δ» ή παρόμοιας, την τιμή σιδηροδρομικού εισιτηρίου πρώτης θέσης ή σε κατ’ αποκοπή ποσό 0,56 ευρώ ανά χιλιόμετρο (με ανώτατο όριο τα 1000 χιλιόμετρα) για τα ταξίδια με αυτοκίνητο, επιπλέον των κατ’ αποκοπή αποζημιώσεων που υπολογίζονται σε συνάρτηση με την απόσταση και τη διάρκεια της αποστολής και προορίζονται να καλύπτουν τα υπόλοιπα έξοδα που συνδέονται με το ταξίδι (για παράδειγμα, διόδια αυτοκινητοδρόμων, υπέρβαρο αποσκευών ή έξοδα κράτησης).
Πρακτικά, αν μένει Αθήνα λέει ότι το Σαββατοκύριακο πήγε στα Γιάννενα την Καβάλα ή την Κρήτη να μιλήσει και να δει ψηφοφόρους κλπ και παίρνει τα χιλιομετρικά έξοδα. Απλά συμπληρώνει ένα χαρτί και το στέλνει στην οικονομική υπηρεσία χωρίς αποδείξεις βενζίνης ή από διόδια. Άλλοι κάνουν τις δραστηριότητες και άρα ξοδεύουν πραγματικά τα χρήματα αυτά, άλλοι όχι. Ουδείς έλεγχος. Πρόκειται πάντως για 560 ευρώ το μήνα.
Λοιπά έξοδα ταξιδιών
Οι βουλευτές οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να ταξιδεύουν συχνά εκτός ή εντός του κράτους μέλους εκλογής τους, για σκοπούς άλλους από τις επίσημες συνεδριάσεις (για παράδειγμα, για να παραστούν σε διάσκεψη ή για να πραγματοποιήσουν επίσκεψη εργασίας).
Εν προκειμένω, για τις δραστηριότητες εκτός του κράτους μέλους εκλογής τους οι βουλευτές μπορούν να τύχουν επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και στέγασης καθώς και των συναφών εξόδων έως το ποσό των 4.716 ευρώ ετησίως. Για τις δραστηριότητες στο κράτος μέλος εκλογής τους, επιστρέφονται μόνο τα μεταφορικά έξοδα με ανώτατο ετήσιο ποσό που καθορίζεται ανά χώρα.
Συντάξεις
Βάσει του καθεστώτος, οι πρώην βουλευτές δικαιούνται σύνταξη γήρατος από την ηλικία των 63 ετών. Η σύνταξη ισούται με το 3,5% του μισθού των βουλευτών για κάθε πλήρες έτος άσκησης μιας εντολής και το ένα δωδέκατο του ποσού αυτού για κάθε επιπλέον πλήρη μήνα θητείας, αλλά δεν υπερβαίνει το 70% του συνολικού μισθού των βουλευτών του ΕΚ. Το κόστος αυτών των συντάξεων καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρακτικά, κάποιος που έκανε πενταετία παίρνει 3,5 επί 5=17,5% του μισθού δηλαδή 17,5% στα 7.776 το μήνα. Στις δύο θητείες το ποσό διπλασιάζεται και πάει λέγοντας.