Ένα θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα χάρισε το κοινό στη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, αφού ολοκληρώθηκε η πρωινή δημοσιογραφική προβολή της στο 80ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου... της Βενετίας.
Το «Poor Things» συμμετέχει στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ διεκδικώντας μαζί με άλλες 22 ταινίες το μεγάλο βραβείο της διοργάνωσης, τον Χρυσό Λέοντα, που θα απονείμει η κριτική επιτροπή με πρόεδρο τον Ντάμιεν Σαζέλ. Πρόκειται για μια μοντέρνα διασκευή του μύθου του Φρανκενστάιν βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο βιβλίο του ‘Αλισντερ Γκρέι που κυκλοφόρησε το 1992, με πρωταγωνιστές την Έμα Στόουν, τον Γουίλεμ Νταφόε και τον Μαρκ Ράφαλο. Η ιστορία, που εκτυλίσσεται στη βικτοριανή εποχή, αντικαθιστά το τέρας με την Μπέλα, μια όμορφη νεαρή νυμφομανή, η οποία αυτοκτονεί για να ξεφύγει από τον βίαιο άντρα της. Την Μπέλα επαναφέρει στη ζωή ένας εκκεντρικός επιστήμονας, ο Γκόντγουιν Μπάξτερ, δίνοντάς της, ωστόσο, το μυαλό ενός μωρού. Διψασμένη να μάθει τι εστί ζωή, το σκάει με τον Ντάνκαν, έναν ικανό και με αμβλυμμένη ηθική δικηγόρο, σε μια περιπέτεια περιπλάνησης. Απελευθερωμένη από τις προκαταλήψεις και τα στεγανά της εποχής της, η Μπέλα επιδιώκει να δώσει τη μάχη της για την ισότητα και την ελευθερία.
«Είναι μια ταινία που δεν περιγράφεται εύκολα. Μου είναι δύσκολο να εξηγήσω τι είναι» ανέφερε ο Γιώργος Λάνθιμος στη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε σήμερα (1/9) το μεσημέρι, χωρίς όμως τους πρωταγωνιστές της ταινίας του, λόγω της απεργίας των Αμερικανών ηθοποιών. Σχετικά με το πόσο πιστός έμεινε στο βιβλίο, δήλωσε: «Βασιστήκαμε στο μυθιστόρημα, αλλάξαμε λίγο τη δομή του, ωστόσο μείναμε αρκετά πιστοί. Απ’ όταν διάβασα το βιβλίο, ήξερα ότι η ταινία θα εστιάζει στον χαρακτήρα της Μπέλα, θ’ ακολουθήσει την δική της οπτική. Μιας γυναίκας με ελεύθερη σκέψη, χωρίς φόβο και προκαταλήψεις, που βιώνει τον κόσμο με τους δικούς της όρους. Αυτή την κατεύθυνση ακολουθήσαμε στην ταινία. Αλλά και το χιούμορ, οι ήρωες, το ύφος, η ουσία του μυθιστορήματος βρίσκεται μέσα στην ταινία».
Σε ερώτηση σχετικά με το πόσο σύγχρονη είναι μία ιστορία εποχής, ο Έλληνας σκηνοθέτης δήλωσε: «Νομίζω είναι εξαιρετικά σύγχρονη γιατί μιλά για την ελευθερία, τη θέση του άνδρα και της γυναίκας στην κοινωνία, τη θεώρηση του κόσμου. Τα πράγματα έχουν αλλάξει λίγο μέσα στα χρόνια, οπότε ίσως τώρα έχουμε καλύτερα εργαλεία για να εντοπίζουμε την ανισότητα. Ωστόσο, το βιβλίο γράφτηκε τη δεκαετία του ’90 κι από τότε, είναι κάπως αστείο αλλά δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Όμως και ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα γοτθικό μυθιστόρημα, για να μιλήσει για το σήμερα».
Μιλώντας για την εμπλοκή της Έμα Στόουν, που πέρα από πρωταγωνίστρια είναι και παραγωγός της ταινίας, είπε: «Διάβασα πρώτη φορά το μυθιστόρημα του ‘Αλισντερ Γκρέι το 2011. Τον συνάντησα και μου έδωσε την ευχή του να προχωρήσουμε στη διασκευή του για την ταινία. Η Έμα μπήκε στο πρότζεκτ από πολύ νωρίς. Όταν κάναμε μαζί το The Favorite νομίζω ήδη δουλεύαμε το σενάριο του Poor Things με τον Τόνι ΜακΝαμάρα, και μόλις ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα της είπα για αυτήν την ιδέα και ήθελε να συμμετέχει. Ήταν τρομερά ενθουσιασμένη, ήθελε να ενσαρκώσει αυτή την ηρωίδα και να εμπλακεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Έτσι την ενημέρωνα για όλα, για τους πιθανούς συνεργάτες μας, για τους κόσμους που δημιουργούσαμε, τους υπόλοιπους ηθοποιούς της ταινίας. Αυτό τη βοήθησε πολύ, ακόμα και στην ερμηνεία της, γιατί κρατούσε την ιδέα της ταινίας στο μυαλό της για πολύ καιρό. Έζησε με τον χαρακτήρα της Μπέλα, όχι απαραιτήτως συνειδητά, αλλά ήταν διαρκώς μαζί της».
Σε ερώτηση για το γεγονός ότι το «Poor Things» έχει πολλές σκηνές σεξ σε σχέση με αυτό που βλέπουμε πια στις ταινίες, ο Γιώργος Λάνθιμος είπε:
«Οι ταινίες θα έπρεπε να έχουν πολύ περισσότερο σεξ, δεν ξέρω γιατί δεν συμβαίνει αυτό πια. Είναι κρίμα που η Έμα δεν βρίσκεται εδώ και πρέπει να μιλήσω εγώ για λογαριασμό της. Πρώτα απ’ όλα, το σεξ είναι δομικό στοιχείο του ίδιου του μυθιστορήματος: η ελευθερία που νιώθει η Μπέλα για όλα, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικότητάς της. Αλλά δεν θέλαμε να κάνουμε μια χυδαία ταινία που θα πρόδιδε την ηρωίδα μας. Χρειάστηκε να έχουμε αυτοπεποίθηση και ν’ αποβάλλουμε κάθε συστολή, το ίδιο κι η Έμα με το σώμα της, κι αυτό το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Έχουμε κάνει τέσσερις ταινίες μαζί κι έχουμε αναπτύξει έναν δικό μας τρόπο επικοινωνίας, όπου δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Μόλις υπαινιχθώ κάτι, θα πει ναι, θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται».
Όπως είπε ο ίδιος, παρότι για τις ανάγκες της ταινίας δούλεψαν σε μεγάλα στούντιο, με πολυάριθμο συνεργείο, διατήρησαν στο μέτρο του δυνατού την ατμόσφαιρα που υπήρχε στα προηγούμενα γυρίσματα που έκαναν μαζί με την Αμερικανίδα ηθοποιό. «Κάποιες φορές φωτίσαμε απ’ έξω από τα παράθυρα, οπότε μέσα στο σετ ήταν μόνο τρία άτομα, οι κάμερες, ούτε καν οι άνθρωποι του ήχου. Δημιουργήσαμε ένα περιβάλλον οικειότητας και ασφάλειας. Θα ήθελα επίσης να δώσω τα εύσημα στην Ελ Μακαλπάιν, την intimacy coordinator μας (συντονίστρια σεξουαλικής οικειότητας). Είναι μια ειδικότητα που στην αρχή έμοιαζε απειλητική για τους κινηματογραφιστές, όμως αν δουλεύεις μ’ έναν καλό άνθρωπο, συνειδητοποιείς ότι είναι κάτι που χρειάζεσαι κι η Ελ τα έκανε όλα τόσο εύκολα. Η Έμα Στόουν και ο Μαρκ Ράφαλο, οι οποίοι έχουν τις περισσότερες σκηνές σεξ, έχτισαν μια οικειότητα στις πρόβες. Αλλά και στους ηθοποιούς που έρχονταν μόνο για μια ή δυο σκηνές στο γύρισμα, η Ελ δημιούργησε ένα πολύ άνετο περιβάλλον».
Απαντώντας σχετικά με τις αισθητικές επιλογές του, αν γίνονται για τις ανάγκες της κάθε ταινίας ή για την προσωπική δημιουργική του εξέλιξη, ο Γιώργος Λάνθιμος είπε πως είναι συνδυασμός και των δύο. «Πάντα ξεκινάω από τι μοιάζει κατάλληλο για μια ταινία, έναν ήρωα, μια ιστορία, αλλά επίσης τι μου προκαλεί το ενδιαφέρον ως προς τη δημιουργία και την εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο θέλω ν’ αφηγούμαι ιστορίες. Μ’ ενδιαφέρει να ωθώ τον εαυτό μου παραπέρα, όχι αναγκαστικά προς τα άκρα. Το Poor Things έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός κόσμου. Δημιουργήσαμε έναν κόσμο για να τον κατοικήσει η Μπέλα, παραμορφωμένο και πειραγμένο μέσα από τη δική της ματιά. Γι’ αυτό και επιλέξαμε να φτιάξουμε τα πάντα σε στούντιο, να προσθέσουμε μη ρεαλιστικά στοιχεία, είτε υπερβολικά, είτε πιο χαμηλότονα, να χρησιμοποιήσουμε ασπρόμαυρο και έγχρωμο. Η επιλογή έχει να κάνει με τον κόσμο κάθε ταινίας, αλλά και με την προσωπική μου οπτική και εξερεύνηση της σκηνοθεσίας και της φωτογραφίας».