Το ναυάγιο στην Πύλο εξακολουθεί να απασχολεί τα διεθνή ΜΜΕ αφού πρόκειται για μια από τις χειρότερες μεταναστευτικές – προσφυγικές τραγωδίες... παγκοσμίως.
Το Al Jazeera φιλοξενεί δύο μαρτυρίες Σύρων προσφύγων που περιγράφουν τα όσα δραματικά έζησαν στο αλιευτικό σκάφος «Αντριάνα» που βούλιαξε, ενώ καταγγέλλουν τόσο τη στάση του Λιμενικού την ώρα της τραγωδίας, αλλά και την αντιμετώπιση από τις ελληνικές Αρχές όταν περιέγραφαν τι βίωσαν, υποστηρίζοντας ότι τους άλλαξαν τις καταθέσεις τους.
Το γνωστό Μέσο σημειώνει ότι τα ονόματα στο ρεπορτάζ του έχουν αλλαχθεί μετά από απαίτηση των διασωθέντων καθώς φοβούνται για πράξεις αντεκδίκησης από τις ελληνικές Αρχές, όταν γίνουν γνωστά τα όσα είπαν.
Ο Αχμέντ, 21 ετών, είπε αρχικά ότι από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν το ταξίδι τους από τη Λιβύη τον περασμένο μήνα, ο κίνδυνος ήταν φανερός αφού το σκάφος ήταν υπερφορτωμένο.
«Καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο και υπήρχε ο διαρκής φόβος ότι θα βυθιστούμε», πρόσθεσε ο 21χρονος.
Ο Αχμέντ έφυγε από τη Συρία μαζί με τον 23χρονο φίλο του Μοχάμεντ (σ.σ. επίσης αλλαγμένο όνομα για λόγους ασφάλειας) που ευτυχώς και αυτός σώθηκε.
Οι δύο νεαροί δήλωσαν ότι έφυγαν από τη Συρία, ελπίζοντας σε ένα μέλλον χωρίς βία. Στο ταξίδι τους πέρασαν από τον Λίβανο, την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, πέρασαν έναν μήνα στη Λιβύη όπου οι διακινητές τους είχαν κλειδωμένους σε ένα διαμέρισμα με Αιγύπτιους, Πακιστανούς και άλλους Σύριους που έκαναν και αυτοί το ταξίδι.
Ο Μοχάμεντ είπε ότι οι διακινητές χτυπούσαν τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς, ενώ τους καταριούνταν και τους προσέβαλαν.
Στη συνέχεια, τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, τους είπαν «φεύγετε σήμερα».
Τους έβαλαν σε φορτηγά, τους πήγαν σε μια ακτή και με βάρκες τους μετέφεραν στο μοιραίο αλιευτικό που βρισκόταν σε πιο βαθιά νερά.
Ο Άχμεντ κατήγγειλε ότι «εκεί χτυπούσαν ανθρώπους». «Τους χτυπούσαν ενώ τους πήγαιναν στο κάτω κατάστρωμα του σκάφους. Ήταν πολύ άσχημα εκεί κάτω. Μύριζε ντίζελ και ψάρι. Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Για να βρεθούν στο πάνω κατάστρωμα ο Αχμέντ και οι σύντροφοί του δωροδόκησαν με 200 δολάρια τους διακινητές.
Γυναίκες και παιδιά ήταν στο κάτω κατάστρωμα.
«Οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν τις αισθήσεις τους»
Από τη δεύτερη κιόλας ημέρα του ταξιδιού, η μηχανή του σκάφους άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ενώ χρειαζόταν συνεχώς να την επισκευάζουν.
Μετά τη δεύτερη ημέρα, το φαγητό και το νερό τελείωσαν, ενώ πανικός άρχισε να επικρατεί.
«Τότε, οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν τις αισθήσεις τους», είπε ο Αχμέντ. Δεκάδες άνθρωποι, λιποθυμούσαν και έτρεμαν, πρόσθεσε.
Υπήρχαν καβγάδες λόγω των ελλείψεων. «Εγώ, ο Άχμεντ και ο συγγενής μου που τώρα αγνοείται προσπαθούσαμε πάντα να κρατήσουμε το ηθικό μας ψηλά», είπε ο Μοχάμεντ. «Όταν κάποιος έκλαιγε, κάναμε αστεία. ‘Θα τα καταφέρουμε’, λέγαμε στους εαυτούς μας. Αλλά όλοι τρελαίνονταν».
Την τέταρτη ημέρα άνθρωποι πέθαναν. «Είπαν ότι υπήρχαν έξι πτώματα στο σκάφος. Πέντε πτώματα ήταν κάτω και δεν τα είδαμε. Ένα ήταν στο πάνω κατάστρωμα. Τον είδαμε», περιέγραψαν οι δύο διασωθέντες.
Άρχισαν τα τηλεφωνήματα για βοήθεια
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι δύο διασωθέντες δήλωσαν ότι ξεκίνησαν τα τηλεφωνήματα στις ιταλικές Αρχές και το ελληνικό Λιμενικό για να ζητήσουν για βοήθεια.
«Από την τέταρτη ημέρα, το ελληνικό Λιμενικό ήξερε για εμάς», είπε ο Μοχάμεντ.
Την πέμπτη ημέρα, στις 13 Ιουνίου, το «Αντριάνα» φαινόταν να έχει σταματήσει τελείως να κινείται. Το απόγευμα ένα ελικόπτερο πέταξε από πάνω τους.
Έπειτα, οι διασωθέντες περιέγραψαν τις στιγμές που εμπορικό πλοίο τους προμήθευσε με νερό. «Οι άνθρωποι έλεγαν: ‘Πάρτε μας μαζί σας’. Αυτοί έλεγαν: ‘Όχι’», είπε ο Μοχάμεντ. «Ζητήσαμε βοήθεια, αλλά αρνήθηκαν να μας βοηθήσουν», συμπλήρωσε.
Τι έγινε τη μοιραία νύχτα
Ένα σκάφος της ελληνικής Ακτοφυλακής πλησίασε τελικά το αλιευτικό γύρω στα μεσάνυχτα στα πρώτα λεπτά της 14ης Ιουνίου, είπαν οι δύο φίλοι. «’Ακολουθήστε μας’, μας είπαν. Τους ακολουθήσαμε», δήλωσε ο Μοχάμεντ.
«Μισή ώρα αργότερα, το σκάφος μας σταμάτησε εντελώς. Δεν μπορούσε να κινηθεί. Γύρισαν πίσω και μας έδεσαν στο σκάφος τους», περιέγραψαν. Στη συνέχεια οι διασωθέντες είπαν ότι το Λιμενικό άρχισε να ρυμουλκεί την ακινητοποιημένη «Αντριάνα», αλλά το σκάφος πήρε μια απότομη στροφή, έγειρε απότομα αριστερά, μετά δεξιά και στη συνέχεια ανατράπηκε.
«Ήταν ακριβώς δίπλα μας όταν αναποδογύρισε. Τη στιγμή που βυθίστηκε, απομακρύνθηκαν από εμάς. Μας έκαναν επίτηδες να βουλιάξουμε», κατήγγειλε ο Μοχάμεντ. «Στεκόμασταν στην κορυφή της βάρκας και μπορούσαμε να τα δούμε όλα καθαρά», εξήγησε.
Εκατοντάδες άνθρωποι έψαχναν από κάτι να γαντζωθούν για να επιβιώσουν, περιέγραψαν. «Άνθρωποι με κρατούσαν», είπε ο Αχμέντ και περιέγραψε πώς κινδύνευσε να πνιγεί επειδή τον τράβαγαν άλλοι που δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν.
«Δεν πλησίασαν για να μας σώσουν»
Μετά από μιάμιση ώρα, ο Αχμέντ εντόπισε μια φουσκωτή βάρκα του Λιμενικού και κολύμπησε προς τα εκεί. Ο ίδιος καταγγέλλει ότι ήταν 200 με 300 μέτρα μακριά από τους πρόσφυγες που πνίγονταν, αλλά δεν πλησίαζαν για να τους σώσουν.
«Κολύμπησα προς το μέρος τους και μπήκα στη βάρκα. Δεν μας πλησίασαν για να μας σώσουν. Στέκονταν μακριά και όσοι μπορούσαν να κολυμπήσουν πήγαιναν προς το μέρος τους, όπως εγώ», είπε χαρακτηριστικά.
Για να φτάσει στη βάρκα, ο Αχμέντ παραμέριζε σώματα που επέπλεαν στο νερό, όπως είπε, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι τους πήγαν σε ένα μεγαλύτερο σκάφος του Λιμενικού όπου ξανασυναντήθηκε με τον Μοχάμεντ. Αγκαλιάστηκαν με ανακούφιση, η οποία, όμως, κράτησε για λίγο, καθώς ο τρίτος της παρέας δεν βρέθηκε ποτέ και αγνοείται ακόμη.
«Δεν έγραψαν αυτά που είπαμε»
Ο Μοχάμεντ περιέγραψε στο Al Jazeera πώς στη συνέχεια τους μετέφεραν στο λιμάνι της Καλαμάτας, όπου οι Αρχές πήγαν να τους πάρουν κατάθεση τρεις ή τέσσερις φορές.
«Όταν τους είπαμε ότι μας είχαν ρυμουλκήσει με σχοινί, σταμάτησαν», είπε. «Έλεγαν ότι το πρόβλημα ήταν το σκάφος μας. Έγραψαν τις δηλώσεις μας με δικά τους λόγια. Δεν έγραψαν αυτά που είπαμε. Μας ανάγκασαν να τα πούμε και να τα γράψουμε».
Ο Αχμέντ δήλωσε ότι κανένας αξιωματούχος δεν πήρε την κατάθεσή του.
Αμφισβητούν την εκδοχή του Λιμενικού
Τόσο ο Αχμέντ όσο και ο Μοχάμεντ βρίσκονται πλέον στη Μαλακάσα στη δομή προσφύγων και περιμένουν να εγκριθεί η αίτηση για άσυλο που έχουν καταθέσει. Ο Μοχάμεντ είναι απελπισμένος για να μάθει για τον ξάδερφό του, ακόμα κι αν το νέο είναι ότι εκείνος έχει πεθάνει.
Και οι δύο αμφισβητούν την εκδοχή του ελληνικού Ναυτικού που υποστηρίζει ότι οι επιβαίνοντες στο «Αντριάνα» δεν ζήτησαν βοήθεια, ότι το σκάφος ήταν ακινητοποιημένο για 20 μόλις λεπτά πριν αναποδογυρίσει και ότι το Λιμενικό δεν έριξε σκοινί.
«Κενό λογοδοσίας»
Στη συνέχεια του ρεπορτάζ του το Al Jazeera αναφέρεται στις αποκαλύψεις και τις καταγγελίες που έχουν φιλοξενήσει ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ, οι οποίες εκθέτουν το ελληνικό Λιμενικό.
«Έχει αποδειχθεί ότι η ελληνική Ακτοφυλακή χρησιμοποιεί μια σειρά από τακτικές για να μετακινεί τα σκάφη που έχει αναχαιτίσει στη θάλασσα σε διαφορετικές εδαφικές περιοχές για να αποφύγει την ευθύνη για έρευνα και διάσωση και την υποβολή αιτήσεων διεθνούς προστασίας», δήλωσε η Χόουπ Μπάρκερ, αναλύτρια πολιτικής στο Δίκτυο Παρακολούθησης της Βίας στα Σύνορα.
«Ενώ αυτό συνήθως περιλαμβάνει τη ρυμούλκηση των σκαφών πίσω στα τουρκικά χωρικά ύδατα, είναι εξίσου πιθανό ότι αν το σκάφος βρισκόταν πιο κοντά στα ιταλικά χωρικά ύδατα, θα προσπαθούσαν να το μεταφέρουν εκεί», πρόσθεσε η ίδια.
Η οργάνωση ζητά τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας και την αποχώρηση της Frontex, της υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα σύνορα, από την Ελλάδα.
«Οι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την ελληνική Ακτοφυλακή αποτελούν ρουτίνα και συστηματικές επιχειρήσεις που έχουν αποδειχθεί ότι δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς από το ελληνικό κράτος. Υπάρχει ένα κενό λογοδοσίας που επιτρέπει σε αυτές τις ενέργειες να συνεχίζονται απρόσκοπτα», δήλωσε ο Barker.
Δεν μπορούν να ξεχάσουν
Στη Μαλακάσα, ο Μοχάμεντ δήλωσε ότι δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται τη στιγμή που ανατράπηκε το σκάφος και τις κραυγές των ανθρώπων γύρω του. Δεν ξέρει πώς επέζησε μέσα στο νερό.
«Φώναζα για λίγο τα ονόματα του Αχμέντ και του ξαδέλφου μου», είπε. «Εκείνη τη στιγμή, άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει: ‘Μητέρα! Μητέρα!’ Ρώτησα εκείνο το άτομο για το όνομά του και μου είπε: ‘Φουάτ’. Αυτός και εγώ είπαμε ο ένας στον άλλον τα ονόματά μας, ώστε όποιος από εμάς επιβίωνε να μπορούσε να μεταφέρει τα νέα στην οικογένεια του άλλου», τόνισε.