Πέθανε σε ηλικία 94 ετών ο μεγάλος συγγραφέας και φιλόσοφος Μίλαν Κούντερα...
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας το 1929 και ζούσε εξόριστος με τη σύζυγό του Βέρα στη Γαλλία από το 1975. Το 1979 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός από τα έργα του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και «Το Αστείο».
«Η προφορά του έδινε μια άπειρη γοητεία και αυτά τα γαλάζια μάτια... Θύμιζε κάτι από πυγμάχο και από Πάπα. Ζεστός ως άνθρωπος, προστατευτικός. Σου έδινε την εντύπωση ότι έχει αυτοπεποίθηση. Το αντίθετο με το περιεχόμενο των βιβλίων του», σχολιάζει η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro».
Ο Κούντερα είχε συγγράψει τόσο στην τσέχικη όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ επιμελήθηκε προσωπικά όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη βελούδινη επανάσταση του 1989.
Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι».
Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, ο Μίλαν Κούντερα διήνυσε μια μακρά διαδρομή: νεαρός, είχε πιστέψει στις υποσχέσεις του κομμουνισμού το 1948, αλλά αμφισβήτησε το ίδιο απολυταρχικό σύστημα 20 χρόνια αργότερα. Η ζωή του ως συγγραφέα ήταν, φυσικά, συνυφασμένη με τη λογοτεχνία, αλλά και με την ιστορία ενός αιώνα που είδε τον κομμουνισμό να καταρρέει, αφού πρώτα κυριάρχησε στις συνειδήσεις ενός μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής διανόησης.
Το 1967 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο «La Plaisanterie».
Στη Γαλλία το βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1968 σε στιλ μπαρόκ που διερευνά, μέσα από τις τύχες ανδρικών και γυναικείων χαρακτήρων, ένα από τα βασικά θέματα του έργου του: τη δραματική και κωμική αντιπαράθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή του ατόμου, την άπιαστη φύση του, και τη μυθοπλασία μιας συλλογικής ιδεολογίας, στην προκειμένη περίπτωση του σταλινικού κομμουνισμού. Πρόκειται για ένα θέμα που ο συγγραφέας βίωσε εκ των έσω και το οποίο, κατά κάποιον τρόπο, έκρινε την πορεία της ζωής του.
Αποκλεισμένος από τη δημόσια ζωή και απαγορευμένος από τις εκδόσεις μετά τη συντριβή της «Άνοιξης της Πράγας» το 1968 από τα σοβιετικά άρματα μάχης, την οποία ακολούθησε ο χωρισμός το 1992 των Τσέχων από τους Σλοβάκους σε δύο χωριστά κράτη, ο μυθιστοριογράφος επέστρεφε κατά καιρούς στη χώρα του, πάντοτε όμως μυστικά.
Απίστευτες και πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθούν ιστορίες κυκλοφορούσαν στην Πράγα για τον τάδε ή τον δείνα φίλο του Κούντερα που τον συναντούσε στον δρόμο … μεταμφιεσμένο σε μοναχό ή με ψεύτικη γενειάδα.
«Με συγχωρείτε, δεν είμαι εκείνος που νομίζετε», θα απαντούσε σε έναν από τους παλιούς φίλους του που τον πλησίαζε με ένα «Γεια σου, Μίλαν, τι κάνεις;
Τον Οκτώβριο του 2007, δεν πήγε στην Τσεχία για να παραλάβει το κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Και χρειάστηκαν περισσότερα από 20 χρόνια προκειμένου το μπεστ-σέλερ του Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» να δημοσιευθεί επίσημα στα τσέχικα, το 2006, από τον εκδοτικό οίκο Atlantis.
Το μυθιστόρημα «Η ζωή είναι αλλού», που γράφτηκε στα τέλη των ετών του 1960 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Τσεχία μόλις το 2016, για να καταλάβει αμέσως τη δεύτερη θέση στην έρευνα «Το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς».
Έναν χρόνο αργότερα, «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» του 1978 εμφανίζεται στα τσέχικα βιβλιοπωλεία, με «πολλές αλλαγές, περικοπές και νέες ιδέες, με τις οποίες αυτή η μακρά αλλά γενναιόδωρη περίοδος τον αποζημίωσε για την αναμονή», σύμφωνα με τον συγγραφέα.
Ο μυθιστοριογράφος απάλειψε, μεταξύ άλλων, το απόσπασμα για τον «πρόεδρο της λήθης» Χούζακ και για έναν πολύ γνωστό Τσέχο τραγουδιστή της ποπ τον οποίο χαρακτήριζε «ηλίθιο της μουσικής».
Το 2008, η ανακάλυψη μιας επίσημης αναφοράς της αστυνομίας το 1950, σύμφωνα με την οποία ο φοιτητής Μίλαν Κούντερα είχε καταγγείλει την παράνομη παρουσία στην Πράγα ενός νεαρού λιποτάκτη, ο οποίος καταδικάστηκε στη συνέχεια σε βαριά ποινή κάθειρξης, έκανε να χυθεί πολύ μελάνι. «Απόλυτο ψέμα», είπε ο συγγραφέας.