Για τις κατηγορίες που της έχουν απαγγελθεί, η πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δηλώνει: «Αν είχα αναφερθεί σε σημαντικά ονόματα θα είχα επιστρέψει στην κόρη μου, αλλά θα ψευδόμουν».
Παράλληλα, η Εύα Καϊλή δίνει τη δική της εξήγηση για τα γεγονότα που προηγήθηκαν πριν τη σύλληψή της: «Όταν συνέλαβαν τον Φραντσέσκο και του κατάσχεσαν το αυτοκίνητο, σκέφθηκα ότι θα ήταν τροχαίο. Μετά μου έστειλαν την είδηση ότι και ο Παντρσέρι είχε συλληφθεί, έπαθα πανικό. Ήξερα ότι στο γραφείο του, που ήταν δωμάτιο στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, όπου δεν πάω ποτέ, υπήρχε μια βαλίτσα του Παντσέρι και βρήκα ένα σωρό χρήματα. Δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί, αλλά ήθελα να απομακρύνω από το σπίτι τα χρήματα αυτά, για να τα ξαναδώσω στον Παντσέρι, που νόμιζα ότι ήταν και ο ιδιοκτήτης τους. Δεν σκέφθηκα καθόλου να χρησιμοποιήσω την βουλευτική μου ασυλία, και αυτό αποδεικνύει ότι δεν ήξερα τι αντιπροσώπευαν, στην πραγματικότητα, τα χρήματα αυτά».
Παράλληλα αφήνει αιχμές κατά της βελγικής δικαιοσύνης σημειώνοντας: «Θεωρώ ότι η μεταμέλεια και η ομολογία του Παντσέρι επετεύχθησαν υπό απειλή. Το μήνυμα ήταν σαφές: αν αναφέρεις ονόματα θα σου προσφέρουμε συμφωνία και θα αφήσουμε ελεύθερες την κόρη και την σύζυγό σου. Πρόκειται για μεθόδους που δεν αρμόζουν σε κράτος δικαίου».
Επιμένοντας για την αθωότητά της, η ίδια υποστηρίζει πως «μετά από πάνω από ένα χρόνο ερευνών, οι δραστηριότητες μου και οι λογαριασμοί μου ελέγχθηκαν και είναι κρυστάλλινοι. Στα χαρτονομίσματα που βρέθηκαν δεν υπάρχουν δακτυλικά μου αποτυπώματα. Με τους δικηγόρους μου θα αποδείξω την αθωότητά μου».
Εξηγώντας γιατί δεν αναρωτήθηκε παλιότερα για τη δράση του Παντσέρι, η Εύα Καϊλή απαντά ότι «τώρα μπορεί να μοιάζουν όλα ύποπτα, αλλά πριν δεν ήταν έτσι, ο Παντσέρι ήταν ο εργοδότης του Τζόρτζι και τον προσέλαβε όταν ήταν φοιτητής μόλις 20 ετών, εργάσθηκε για τον Παντσέρι ως προσωπικός μεταφραστής και βοηθός και συνέχισε να τον βοηθά και μετά την λήξη της θητείας του ως ευρωβουλευτή. Ο Φρανσέσκο ένιωθε βαθιά ευγνωμοσύνη και ηθική υποχρέωση προς τον Παντσέρι».
Αναφερόμενη, τέλος, στις μέρες που πέρασε στη φυλακή, αποκαλύπτει: «Υπέφερα φοβερά από το κρύο, γιατί μου πήραν το παλτό, ανησυχούσα για την κόρη μου, διότι δεν μου επετράπη να καλέσω δικηγόρο και ούτε να μιλήσω με την οικογένειά μου». Παρόλα αυτά, η ίδια δηλώνει πλέον δυνατή: «Αισθάνομαι πιο δυνατή, εκτιμώ κάθε στιγμή με την κόρη μου, δεν καταφέρνω να σταματήσω να την κοιτάω».