Latest News

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Ναυάγιο της Πύλου: Συνεχίζονται οι έρευνες για αγνοούμενους -Έχουν διασωθεί 104 αλλοδαποί και έχουν ανασυρθεί 82 σοροί


Συνεχίζεται η επιχείρηση εντοπισμού αγνοουμένων από το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, σε διεθνή ύδατα.

Υπό το συντονισμό του Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., στην περιοχή επιχειρούν ένα Πλοίο Ανοιχτής Θαλάσσης , εννέα παραπλέοντα πλοία, ενώ επιχείρησαν ένα αεροσκάφος και ένα ελικόπτερο Π.Α.

Σημειώνεται ότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή είναι άνεμοι βορειοδυτικοί εντάσεως 4 BF.

Να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής  από το ναυάγιο της Πύλου έχουν διασωθεί 104 αλλοδαποί και έχουν ανασυρθεί 82 σοροί.

Η απόρρητη έκθεση για το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου

Η Frontex είχε γνώση για το μοιραίο αλιευτικό που απέπλευσε από τη Λιβύη και το παρακολουθούσε επί ημέρες. Ωστόσο, η αλληλουχία των γεγονότων αποκαλύπτει έλλειμμα επικοινωνίας και έγκαιρης κοινοποίησης των στοιχείων στους άμεσα εμπλεκόμενους φορείς. Αυτό προκύπτει από την απόρρητη έκθεση που αποκαλύπτει η Realnews. Πρόκειται για αναφορά που η ευρωπαϊκή υπηρεσία συνέταξε στις 15 Ιουνίου, μία ημέρα μετά το ναυάγιο της Πύλου

Στην έκθεση της Frontex περιλαμβάνονται δορυφορικές εικόνες από το Τομπρούκ της Λιβύης. Σε αυτές δεν φαίνεται μόνο το μοιραίο πλοίο, αλλά και επιπλέον δύο πανομοιότυπα σκάφη μαζί με ακόμη ένα μικρότερο και άλλα πέντε υποστηρικτικά, αρκετές ημέρες πριν από τον απόπλου. Ωστόσο, εγείρονται ερωτήματα για το πότε ενημερώθηκαν ακριβώς το ελληνικό Λιμενικό και η ιταλική ακτοφυλακή.

Το δορυφορικό μάτι της Frontex είναι το ευρωπαϊκό «Copernicus», που συλλέγει εικόνες με στόχο τη βέλτιστη επίγνωση της κατάστασης που επικρατεί στα χερσαία και στα θαλάσσια σύνορα της Ε.Ε. και συμβάλλει στην ανίχνευση του διασυνοριακού εγκλήματος. «Εχει τη δυνατότητα να μειώσει τον αριθμό των θανάτων των μεταναστών στη θάλασσα, εντοπίζοντας πλοία που χρειάζονται βοήθεια», δήλωνε στις 17 Δεκεμβρίου 2015 ο τότε εκτελεστικός διευθυντής της Frontex Φαμπρίς Λετζερί.

Σύμφωνα με τις δορυφορικές φωτογραφίες που εξασφάλισε η «R», φαίνεται ότι το ναυπηγείο του Τομπρούκ, που ελέγχεται από τις δυνάμεις του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, έχει μετατραπεί σε κέντρο συγκέντρωσης και μεταποίησης παροπλισμένων πλοίων σε σκάφη διακίνησης μεταναστών. Πρόκειται για πλοία που κανονικά προορίζονται για διάλυση, αλλά -με κάποιες απλές μετατροπές- καταλήγουν να μεταφέρουν εκατοντάδες ανθρώπους από τη μια άκρη της Μεσογείου στην άλλη.

Στις 8 Ιουνίου, το «μάτι» του «Copernicus» εντοπίζει κίνηση στο λιμάνι του Τομπρούκ. Τρία πανομοιότυπα αλιευτικά και ένα μικρότερο βρίσκονται στη σειρά δεμένα. Ενα τέταρτο βρίσκεται στη στεριά, όπου υποβάλλεται σε εργασίες. Όπως προκύπτει από την εξέλιξη των γεγονότων, το ένα από αυτά τα τέσσερα σκάφη ήταν το μοιραίο αλιευτικό. Το ένα από αυτά, σύμφωνα με την αναφορά της Frontex, παρέμεινε ακίνητο από τις 8 Ιουνίου. Τα υπόλοιπα τρία ήταν έμφορτα με δεξαμενές νερού και απέπλευσαν στις 14 Ιουνίου.

Σε άλλη δορυφορική φωτογραφία, πάλι στις 8 Ιουνίου, φαίνεται να έχει αλλάξει η διάταξη των σκαφών και, μάλιστα, εντοπίζεται και το σκάφος που τελικά βούλιαξε στα ανοιχτά της Πύλου. Είναι αυτό που στις 13 Ιουνίου η Frontex το είχε και σε βίντεο, γεμάτο κόσμο, να πλέει στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Πελοποννήσου. Ταυτόχρονα, παρατηρείται στην προβλήτα του Τομπρούκ η αύξηση αντικειμένων, τα οποία εκτιμάται ότι ήταν τα εφόδια του πλοίου.

Άλλη δορυφορική φωτογραφία της 8ης Ιουνίου δείχνει λεπτομερώς τις εγκαταστάσεις στο Τομπρούκ και πώς τα κυκλώματα προετοιμάζουν τα παλαιά σκάφη για να τα ρίξουν στην θάλασσα. Αποτυπώνεται ξεκάθαρα -και σημειώνεται στις παρατηρήσεις της αναφοράς- η γλίστρα, η οποία είναι άδεια και επισημαίνεται ότι είναι σχεδόν έτοιμα δύο σκάφη για να πέσουν στη θάλασσα.

Στην αναφορά της Frontex τονίζεται ότι το ένα από τα σκάφη που εντοπίστηκε στις 8 Ιουνίου δεν υπήρχε στις 14 του μήνα στο λιμάνι και έχει «σημαντικές ομοιότητες» με αυτό που εντοπίστηκε εν πλω στις 13 του μήνα.

Νέες μαρτυρίες

Η «R» είναι σε θέση να γνωρίζει κάποιες πολύ σημαντικές πληροφορίες για το ταξίδι, όπως αυτές προκύπτουν από την έρευνα των ελληνικών Αρχών. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο έχει να κάνει με τον τρόπο που έγινε η επιβίβαση των μεταναστών στο σκάφος. Όπως αποκάλυψε η «R» στο φύλλο της προηγούμενης Κυριακής, οι μετανάστες συγκεντρώνονταν σταδιακά επί 40 με 50 ημέρες σε αποθήκη στο Τομπρούκ. Οταν ήρθε η ημέρα της αναχώρησης, στις 9 Ιουνίου, το σκάφος απέπλευσε άδειο από το λιμάνι. Φτάνοντας στα 10 ναυτικά μίλια από τις ακτές του Τομπρούκ, παρέμεινε αρόδο για αρκετές ώρες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, οι μετανάστες, κατά ομάδες των 20-30 ατόμων, μεταφέρθηκαν με τα βοηθητικά σκάφη, που ήδη είχαν καταγραφεί στις δορυφορικές φωτογραφίες της Frontex, και επιβιβάστηκαν στο μοιραίο πλοίο.

Έτσι, οι διακινητές αποφεύγουν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες των μεταναστών για τις συνθήκες που επικρατούν στα πλοία, καθώς, όταν κάποιος επιβιβάζεται σε ένα σκάφος που ήδη βρίσκεται στη θάλασσα, είναι αδύνατον να ζητήσει να μην ταξιδέψει. Σταδιακά, λοιπόν, έβλεπαν να στοιβάζονται στα αμπάρια όλο και περισσότεροι, μέχρι που γέμισε και το κατάστρωμα. Συνολικά υπολογίζεται, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των διασωθέντων, ότι τελικά στο πλοίο βρίσκονταν περίπου 500 άτομα.

Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι περίπου 50 μίλια μετά την αναχώρησή του το πλοίο υπέστη βλάβη εν πλω. Επισκευάστηκε και συνέχισε το ταξίδι του. Όμως, λίγες ώρες αργότερα, στις 10 Ιουνίου, κατά το μεσημέρι, παρουσίασε εκ νέου βλάβη στη μηχανή. Χρειάστηκε να μείνει για ώρες ακυβέρνητο μέχρι να επισκευαστεί και να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία του, όμως με πολύ μικρότερη ταχύτητα. Εκείνη τη χρονική στιγμή, ομάδα Πακιστανών που φέρεται να είχε πληρώσει και τα περισσότερα χρήματα ξεσηκώθηκε, απαιτώντας να γυρίσει το πλοίο πίσω, αφού δεν ήταν αυτό που τους υποσχέθηκαν. Ακολούθησε σύρραξη. Το αποτέλεσμα ήταν να μαχαιρωθούν θανάσιμα έξι άνθρωποι, οι σοροί των οποίων, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, μεταφέρθηκαν στα αμπάρια.

Το πλοίο συνέχισε την πορεία του, όμως φαίνεται ότι ο κυβερνήτης και το πλήρωμα ήδη είχαν αποφασίσει ότι δεν θα κατάφερνε να φτάσει στην Ιταλία και γι’ αυτό πήρε ρότα προς Πελοπόννησο. Τελικά βυθίστηκε στο «φρέαρ των Οινουσσών», όπως λέγεται το σημείο, που είναι το βαθύτερο της Μεσογείου, σε βάθος μεταξύ 4.000 και 5.000 μέτρων.

Η ακτιβίστρια

Λίγες ώρες πριν το πλοίο πλησιάσει στο μοιραίο σημείο, εμφανίστηκε η Ιταλομαροκινή Ναουάλ Σουφί η ακτιβίστρια-μέλος ΜΚΟ, ο ρόλος της οποίας ελέγχεται, που ειδοποίησε τις ιταλικές Αρχές ότι υπάρχει ένα πλοίο με μετανάστες στο Αιγαίο, σε διεθνή ύδατα, δίνοντας και στίγμα. Δύο είναι τα σημεία όπου στέκονται οι Ιταλοί, για τα οποία έχουν ενημερώσει και τους Ελληνες συναδέλφους τους. Το πρώτο ότι οι μετανάστες επικοινώνησαν με δορυφορικό τηλέφωνο με τη Σουφί, κάτι που δεν είναι εύκολο να έχει ο οποιοσδήποτε, αφού είναι πανάκριβο.

Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο στέκονται οι Ιταλοί είναι ότι η Σουφί ήξερε για τους έξι νεκρούς, λέγοντας μάλιστα στις ιταλικές Αρχές ότι ο θάνατός τους προέκυψε από τις δυσκολίες του ταξιδιού. Ωστόσο, κατά τις πρώτες απόπειρες προσέγγισης του σκάφους από παραπλέοντα πλοία που έσπευσαν για βοήθεια, οι μετανάστες δεν ήθελαν ούτε νερό, ούτε τρόφιμα, ούτε βοήθεια, παρά μόνο να πάνε στην Ιταλία.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική πλευρά, ήδη ερευνάται το παρελθόν της και από την ΕΥΠ. Αυτό που εξετάζεται είναι η περίοδος που έμενε στην Τουρκία, πριν από το 2015, για ένα διάστημα περίπου τριών ετών και ενώ ξεκινούσαν οι συντονισμένες από το βαθύ τουρκικό κράτος μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα και την Ευρώπη. Γίνονται προσπάθειες να διαπιστωθεί ποιοι την πλησίασαν και ποιοι μπορεί να εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι είναι Ευρωπαία πολίτης.

Αναπάντητα ερωτήματα

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του BBC, «Η Frontex, η συνοριακή δύναμη της Ε.Ε., αναφέρει ότι εντόπισε για πρώτη φορά το σκάφος με τους μετανάστες γύρω στις 8:00 ώρα Ελλάδας την Τρίτη 13 Ιουνίου και ενημέρωσε τις ελληνικές Αρχές». Το ναυάγιο έγινε δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα της 14ης Ιουνίου. Το ερώτημα που προκύπτει, βάσει της αναφοράς που η Frontex διαβίβασε πριν από λίγες ημέρες και στις ελληνικές Αρχές, είναι γιατί δεν ενημέρωσε νωρίτερα τόσο την ελληνική όσο και την ιταλική ακτοφυλακή. Ποιος μέσα στην Frontex έλαβε γνώση των δεδομένων και ποιος τα αξιολόγησε ως μη σοβαρά; Ενημερώθηκε η ηγεσία της Frontex για τα τεκταινόμενα στο Τομπρούκ; Και γιατί, αφού δεν διαβιβάστηκαν σε καμία από τις δύο ακτοφυλακές πριν από τις 13 Ιουνίου, δεν κοινοποιήθηκαν τουλάχιστον στη διοίκηση της επιχείρησης «IRINI», που δρα στο Λιβυκό Πέλαγος και είχε την δυνατότητα να παρέμβει;

Η επιχείρηση «IRINI» έχει ως κύριο καθήκον την εφαρμογή του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ με τη χρήση εναέριων, δορυφορικών και θαλάσσιων μέσων. Mπορεί να διεξάγει, σύμφωνα με την απόφαση 2292 (2016) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, επιθεωρήσεις σκαφών στα ανοιχτά των ακτών της Λιβύης για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι μεταφέρουν όπλα ή συναφές υλικό προς και από τη Λιβύη.

Όμως, στα καθήκοντα της επιχείρησης «EUNAVFOR MED IRINI» είναι και η συμβολή στην εξάρθρωση του επιχειρηματικού μοντέλου των δικτύων παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων. Στην επιχείρηση συμμετέχει και η Ελλάδα με μία φρεγάτα και ένα ελικόπτερο. Στρατιωτικές πηγές ανέφεραν ρητά στην «Real» ότι ουδέποτε ενημερώθηκε η «IRINI» από τη Frontex για το πλοίο. Αλλά, ακόμη και μετά το τραγικό συμβάν που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους, η Frontex δεν έχει ενημερώσει για την τύχη των άλλων πλοίων που έχουν καταγραφεί στις δορυφορικές φωτογραφίες.

Από το 2020

Όμως, και ο ΙΜΟ (International Maritime Organization) γνώριζε για όσα γίνονταν στη Μεσόγειο με αφετηρία τη Λιβύη. Σύμφωνα με έγγραφο που έχει στη διάθεσή της η «R», το 2020 η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, είχε στείλει ρηματική διακοίνωση στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ) με την ένδειξη ΕΠΕΙΓΟΝ. Σε αυτήν τόνιζε το πρόβλημα της παράτυπης μετανάστευσης με υποβαθμισμένα και επικίνδυνα σκάφη και ζητούσε να ληφθούν άμεσα μέτρα σε διεθνές επίπεδο.

Όπως προκύπτει από το έγγραφο, πλην του γενικού γραμματέα του ΙΜΟ, η Ελλάδα το είχε στείλει στους εκπροσώπους όλων των κρατών μελών του ΙΜΟ (174 κράτη-μέλη). Μάλιστα, στην παράγραφο 4 των συνολικά επτά σημείων του σχετικού εγγράφου, η Ελλάδα ενημέρωνε για έναν νέο τρόπο δράσης των κυκλωμάτων (modus operandi), με μη ασφαλείς και ταυτόχρονα βίαια πρακτικές, καταπατώντας κάθε αρχή του Δικαίου της Θάλασσας (SOLAS Convention), ρισκάροντας ανθρώπινες ζωές. Παράλληλα, συμπεριλαμβάνονταν σήματα του ελληνικού Λιμενικού-Ακτοφυλακής για όλα όσα δεινά είναι πιθανό να συμβούν σε διεθνή ύδατα, καλώντας σε συντονισμένη δράση για την αποφυγή δυστυχημάτων.