Τα κίνητρά μας όταν ψηφίζουμε, κατευθύνονται περισσότερο από τα... αρνητικά, παρά από τα θετικά, συναισθήματα σύμφωνα με μελέτες.
Ο μόνος τρόπος για να πάνε όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες να ψηφίσουν, είναι να υπάρχει στα ψηφοδέλτια κάποιος υποψήφιος ή κόμμα που μισούν και δεν θέλουν να εκλεγεί.
Αυτό, σύμφωνα με μελέτες της ψυχολογίας, οφείλεται στο γεγονός ότι κινητοποιούμαστε πιο αποτελεσματικά όταν δεν αντέχουμε κάποιον, παρά επειδή πιστεύουμε ότι κάποιος υποψήφιος αξίζει πραγματικά την προσπάθειά μας να τον στηρίξουμε.
Τα παραπάνω συμπεράσματα ανήκουν σε μεγάλη μελέτη για τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, που εκτείνεται σε μία περίοδο 24 ετών, με επικεφαλής τον Τζόν Κρόσνικ, καθηγητή ψυχολογίας και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο.
Αντιδρώντας στον Κακό
«Οι άνθρωποι παρακινούνται περισσότερο όταν πιστεύουν ότι υπάρχει “απειλή” για κάποιο επικείμενο κακό, παρά από την “ευκαιρία” για κάτι καλό», τονίζει ο Κρόσνικ.
Η ίδια έρευνα αποκαλύπτει επίσης, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο: Οι ψηφοφόροι θέλουν πραγματικά να αρέσουν στους υποψήφιους πολιτικούς. Υπάρχει ένα στοιχείο αισιοδοξίας, στο πώς προσεγγίζουμε τους πολιτικούς, λένε οι ερευνητές.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι οι πολίτες προσεγγίζουν κάθε νέο πολιτικό με την ελπίδα και την αισιοδοξία, ότι μπορεί να είναι αυτός ο “ήρωας” που ήλπιζαν», επισημαίνουν.
Ωστόσο, αν δεν θέλουμε κανέναν από τους δύο βασικούς υποψηφίους, τότε είναι πολύ πιθανό να μην περάσουμε ποτέ το κατώφλι του εκλογικού κέντρου. Κι αυτό, καθώς γνωρίζουμε εκ των προτέρων πως θα “χάσουμε” κι αυτή η θλιβερή επιλογή μας αποτρέπει.
Ίδιο αποτέλεσμα υπάρχει και στην περίπτωση που μας αρέσουν -περίπου το ίδιο- και οι δύο υποψήφιοι. Έχουμε πολύ μικρές πιθανότητες να πάμε ψηφίσουμε, γιατί όπως και να έχει θα κερδίσουμε κι αυτό δεν μας δίνει ισχυρό κίνητρο να βρεθούμε πίσω από το παραβάν.
Συμπερασματικά, για να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέλευση σε ψηφοφόρους στις εκλογές και λιγότερη αποχή, χρειαζόμαστε έναν “άγιο” και έναν “κακό”.
Ακόμη κι αν ο κάθε ψηφοφόρος βλέπει στα ίδια πρόσωπα, αυτούς τους διαφορετικούς ρόλους.
Εκλογές: Απουσιάζουν οι υποψήφιοι που εγείρουν … πάθη
Όλες τις τελευταίες δεκαετίες, λέει η αμερικανική μελέτη, η ποιότητα των υποψηφίων πολιτικών περισσότερο αποτρέπει τους ψηφοφόρους για συμμετοχή στις εκλογές, παρά τους κινητοποιεί.
Μετά την εκλογική αναμέτρηση – θρίλερ μεταξύ του Τζον Φ. Κένεντι και του Ρίτσαρντ Νίξον το 1960, η προσέλευση των ψηφοφόρων στις κάλπες μειώθηκε σταθερά μέχρι το 1988. Αυξήθηκε ξανά για λίγο το 1992 και στη συνέχεια μειώθηκε και πάλι το 1996.
Η εκλογική “έξαψη” των ψηφοφόρων μειώθηκε σημαντικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και “υπάρχουν ενδεχομένως πολλοί λόγοι για την πτώση του ενδιαφέροντος τους”, λένε οι ερευνητές.
Καταλήγουν δε, πως λίγοι υποψήφιοι καταφέρνουν να ξεσηκώσουν πάθη -είτε υπέρ είτε κατά. “Με μια λέξη, έχουμε γίνει αδιάφοροι”, τονίζουν.
“Λάσπη στον ανεμιστήρα”
Η έρευνα αναδεικνύει, ένα άλλο, επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο: Οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τις προεκλογικές καμπάνιες των κομμάτων έχουν δίκιο όταν λένε, ότι η δυσφήμιση του αντιπάλου μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική πρακτική.
Υπό την προϋπόθεση, όμως όπως τονίζουν, αυτή να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε ο “λασπολόγος” να μην αμαυρώνεται από τη δική του λάσπη.
“Χρειάζεται δεξιοτεχνία για να δυσφημίσεις αποτελεσματικά τον αντίπαλό σου”, λένε οι ερευνητές.
Η μελέτη, από τα Πανεπιστήμια Princeton και Northwestern και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, βασίζεται σε δεδομένα που συγκεντρώθηκαν μετά από δια ζώσης συνεντεύξεις σε δείγμα χιλιάδων αμερικανών πολιτών, κατά τη διάρκεια πολλών εκλογικών αναμετρήσεων.
Πρόκειται για συνεχιζόμενη μελέτη, η οποία ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1952, και χρηματοδοτείται τα τελευταία 30 χρόνια από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών.
Ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της, λέει ο Κρόσνικ, είναι ότι προσεγγίζουμε τους πολιτικούς με τις ίδιες προσδοκίες που προσεγγίζουμε και τους άλλους ανθρώπους και θέματα: Δίνουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, αλλά αν νιώσουμε προδομένοι, τους απορρίπτουμε με συνοπτικές διαδικασίες.
“Στις εκλογές δεν είναι τα ίδια προβλήματα και οι προτάσεις των κομμάτων για την επίλυσή τους, που καθορίζουν το αποτέλεσμα. Οι προσωπικότητες κρίνουν το ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει τη μάχη. Δεν έπαιξε ποτέ ρόλο στην επιλογή των πολιτών, το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης. Ο νικητής πρέπει απλώς να ξέρει να χαμογελά πειστικά! Είναι πιο σημαντικό ο υποψήφιος να μας αρέσει ως άτομο, παρά να συμφωνούμε με τη στάση του στα προβλήματα του τόπου”, τονίζουν οι ερευνητές.
Έρωτας … με την πρώτη ματιά!
Το πιο εκπληκτικό στοιχείο της μελέτης, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε, τους υποψήφιους πολιτικούς που μας είναι λιγότερο γνωστοί.
Όπως προκύπτει, οι περισσότεροι άνθρωποι προσεγγίζουν έναν νέο πολιτικό, με την ίδια αισιοδοξία που αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε άγνωστο…
«Όταν οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτα για ένα νέο άτομο που έρχονται σε επαφή μαζί του, μπαίνουν σε αλληλεπίδραση με μια ελαφρώς αισιόδοξη διάθεση, ελπίζοντας ότι το άτομο αυτό θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους και θα είναι ευχάριστο, ξεχωριστό και ικανό», λέει ο Κρόσνικ.
Επίσης, οι πρώτες εντυπώσεις έχουν πραγματικά τη μεγαλύτερη σημασία.
Αν οι άνθρωποι, δηλαδή, συμπαθούν ή αντιπαθούν κάποιον υποψήφιο, αυτή η γνώμη δύσκολα ανατρέπεται.
Αυτό σημαίνει ότι οι τρέχουσες στρατηγικές μάρκετινγκ για τους υποψηφίους – με τη δαπάνη πολλών χρημάτων προς το τέλος της εκστρατείας προκειμένου να μείνουν στον πολίτη “καλές εντυπώσεις” – είναι τελείως λάθος.
«Οι υποψήφιοι τείνουν να συγκρατούν τις δαπάνες της προεκλογικής τους εκστρατείας και να διαθέτουν τα μεγαλύτερα κονδύλια προς το τέλος, δηλαδή λίγο πριν από τις κάλπες, με την ελπίδα ότι οι πολίτες θα έχουν ξεχάσει όλα όσα άκουσαν νωρίτερα», λέει ο Κρόσνικ.
«Τα συμπεράσματά μας λένε, πως αν μπορεί ο υποψήφιος να ξοδέψει τα χρήματά του για να κάνει μια καλή πρώτη εντύπωση στους πολίτες, αυτό θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην τελική επιλογή τους, από τη διαφημιστική καμπάνια της τελευταίας στιγμής».
Αυτό που πραγματικά, όμως, φαίνεται να κάνει τη μεγάλη διαφορά είναι η ικανότητα ενός υποψηφίου να δυσφημεί τον αντίπαλό του, χωρίς αυτό να προκαλεί μια άσχημη εικόνα για τον ίδιο.
«Δεν είναι και τόσο περίεργο τελικά το γεγονός, ότι οι άνθρωποι τείνουν να δίνουν περισσότερη βαρύτητα στις αποτυχίες των υποψηφίων, παρά στις δυνατότητές τους», καταλήγει ο Κρόσνικ.