Ο λιμενικός είχε θεωρηθεί από την αρχή ύποπτος, καθώς σε βάρος του η Αξιωματικός του Λιμενικού είχε διατάξει ΕΔΕ.
Η λιμενικός και ο ανθυπασπιστής είχαν αλληλομηνυθεί για υπηρεσιακά θέματα και ο 45χρονος είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Κατά τις διωκτικές αρχές, θεώρησε υπεύθυνη την Αξιωματικό για την διοικητική ποινή που του επιβλήθηκε και αποφάσισε να την εκδικηθεί.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα ξημερώματα της 22ης Απριλίου πήγε έξω από το σπίτι της στη Γλυφάδα και πυρπόλησε το αυτοκίνητο της, ενώ πέταξε στον προαύλιο χώρο της πολυκατοικίας μια χειροβομβίδα που δεν εξερράγη και την οποία περισυνέλεξε στις 3 Μαΐου κλιμάκιο του Στρατού.
Σε δήλωσή του ο συνήγορος υπεράσπισης Σάκης Κεχαγιόγλου ανέφερε: «Μετά από μια ενδελεχή και αναλυτική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας, τόσο ο κ. Ανακριτής, όσο και ο κ. Εισαγγελέας εξέτασαν εξονυχιστικά τον εντολέα μου, ο οποίος παρέσχε με σαφήνεια και πληρότητα τις εξηγήσεις του, με ομόφωνη απόφαση τους, οι δικαστικοί λειτουργοί αποφάσισαν να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Θεωρώ την απόφασή τους ορθή και σε αρμονία με το αποδεικτικό υλικό. Η θέση του εντολέως μου, τον οποίο εκπροσωπώ μαζί με τον εκλεκτό νέο δικηγόρο Ηλία Τυχάλα, είναι ότι η όλη υπόθεση αποτελεί μια κακοστημένη σκευωρία σε βάρος του, γεγονός το οποίο επιφυλάσσεται και ελπίζει να αποδείξει κατά την πορεία διεξαγωγής της ανάκρισης.
Δράττομαι της ευκαιρίας να τονίσω για μια ακόμη φορά, ότι, όταν η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της κρίνουν και αποφασίζουν με αποκλειστικό γνώμονα το πραγματικό υλικό των δικογραφιών, χωρίς να επηρεάζονται από «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» και από επιπόλαια και αναπόδεικτα δημοσιεύματα, τότε και μόνο τότε οι κατηγορούμενοι, αισθάνονται ασφάλεια δικαίου και έχουν εμπιστοσύνη στο φυσικό τους δικαστή.»