Ναυάγιο 40 ετών που πήρε μαζί του 20 ανθρώπινες ζωές εντοπίστηκε στο Κάβο Ντόρο από τον ερευνητή Κώστα Θωκταρίδη και την... ομάδα του.
Αναλυτικότερα, πρόκειται για το πλοίο «Χρυσή Αυγή» το οποίο είχε αγοραστεί το 1976 από την εταιρεία «Γραμμή Ηπείρου ΕΠΕ» του Αυγουστή Πολέμη και ταξίδευε από τη Ραφήνα στις Κυκλάδες, ως επιβατηγό-οχηματαγωγό.
Ο εντοπισμός του ξύπνησε ανάμεικτα συναισθήματα στους οικείους των θυμάτων: «Είναι σημαντικό το γεγονός της εύρεσης του βυθισμένου Χρυσή Αυγή, όμως οι άνθρωποί μας που χάθηκαν μαζί του δεν θα γυρίσουν ποτέ πίσω» δήλωσε συγκινημένη στο ΑΠΕ η κα Τσουμέζη, σύζυγος του πλοιάρχου που χάθηκε στο ναυάγιο.
Το χρονικό του ναυαγίου
Την Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 1983 και ώρα 16:06 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Ραφήνας με προορισμό την Άνδρο και άλλα νησιά των Κυκλάδων, μεταφέροντας 5 φορτηγά και 9 βυτιοφόρα με καύσιμα συνολικού βάρους 298 τόνων. Στο πλοίο επέβαιναν 21 άτομα ως πλήρωμα, 16 οδηγοί φορτηγών και 5 επιβάτες, ανάμεσά τους και η Μ. Λάβδα με τα δύο της παιδιά. Εκείνο το απόγευμα ο καιρός ήταν κρύος, έβρεχε και έπνεαν ισχυροί άνεμοι.
Στις 18:20 το πλοίο ενώ έπλεε στο Κάβο Ντόρο πήρε επικίνδυνη δεξιά κλίση 160 μοιρών. Ο πλοίαρχος Αντώνης Γαρδέλης αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης έκανε αλλαγή πορείας με προορισμό το λιμάνι της Καρύστου και αμέσως μετά εξέπεμψε σήμα κινδύνου στο ραδιοτηλέφωνο, το οποίο έλαβε ο παράκτιος σταθμός του Λαυρίου.
Περίπου 15 λεπτά μετά, σημειώθηκε έκρηξη στο μία έκρηξη «Χρυσή Αυγή» κατά πάσα πιθανότητα λόγω διαρροής καυσίμων από τα βυτιοφόρα.
Στο πλοίο ξέσπασε πυρκαγιά ενώ ακολούθησε δεύτερη ακόμα πιο ισχυρή έκρηξη και το πλοίο ανετράπη. Τότε, αποσπάστηκε τμήμα της υπερκατασκευής και τα φορτηγά που βρίσκονταν στο γκαράζ κατέληξαν στο βυθό.
Προσπάθειες διάσωσης των ναυαγών
Στην περιοχή έσπευσαν για να βοηθήσουν τους ναυαγούς, το επιβατηγό/οχηματαγωγό «Χρυσή Άμμος ΙΙΙ» από τη Ραφήνα, το επιβατηγό/οχηματαγωγό «Καστριανή Κέας» από την Κάρυστο, το ρωσικό ωκεανογραφικό πλοίο Γιάκοβ Γκάκελ ( Yakov Gakkel - Яков Гаккель) το οποίο βρισκόταν στην περιοχή για υδρογραφικές έρευνες, το ρουμανικό «Μπολντέιν», η φρεγάτα «Λήμνος», το αντιτορπιλικό «Σφενδόνη» του Πολεμικού Ναυτικού και παραπλέοντα σκάφη.
Παράλληλα, αεροσκάφος C130 της Πολεμικής Αεροπορίας έριχνε φωτιστικές φωτοβολίδες για να διευκολύνει τις έρευνες. Τελικά, από τους 42 συνολικά επιβαίνοντες μόνο 14 διασώθηκαν, 12 άτομα από το ρωσικό ωκεανογραφικό, ένα άτομο από το ρουμανικό φορτηγό και 1 από το «Χρυσή Άμμος ΙΙΙ». Ανάμεσα στους 14 επιζήσαντες ήταν μόνο τρία μέλη του πληρώματος.
Όλα αυτά καθώς το πλοίο παρέμενε στην επιφάνεια ανεστραμμένο και παρασύρονταν από τα ρεύματα για τουλάχιστον 3 ώρες μέχρι τη στιγμή που βυθίστηκε.
Πώς βρέθηκε το ναυάγιο
Περίπου 40 χρόνια μετά το ναυάγιο, η ομάδα του ερευνητή Κώστα Θωκταρίδη εντόπισε το βυθισμένο πλοίο σε βάθος 110μέτρωνμε τις πρώτες εικόνες «να προκαλούν δέος».
Στο μεταξύ, αξίζει να σημειωθεί πως κατά το παρελθόν είχαν εντοπιστεί κάποια από τα φορτηγά και τμήμα της υπερκατασκευής αλλά όχι το ναυάγιο του πλοίου.
Από το ναυάγιο ξεχωρίζουν, μεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά φουγάρα κίτρινου χρώματος με το ασπροκόκκινο λογότυπο της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
Για την επιχείρηση εντοπισμού και ταυτοποίησης χρησιμοποιήθηκε ειδικό υποβρύχιο τηλεκατευθυνόμενο όχημα ROV (Remote Operated Vehicle). Ο καταπέλτης της πρύμνης είναι κλειστός και ασφαλισμένος, οι άγκυρες είναι στη θέση τους στα όκια του πλοίου, ενώ παρατηρείται μετατόπιση ελασμάτων προς τα δεξιά. Πάνω στο ναυάγιο υπάρχουν αλιευτικά εργαλεία, όπως το δίχτυ δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στο ανώτερο κατάστρωμα της πρύμνης.