Ο εισαγγελέας είπε ότι είχε σχεδιαστεί σχολαστικά: Είχε σκαρφιστεί ένα θέλημα που θα κρατούσε τον σύζυγό της, Πάτρικ, εκτός σπιτιού για περίπου 25 λεπτά, όσο χρειαζόταν για να μπορέσει να το κάνει.
Και στη συνέχεια στραγγάλισε το καθένα από τα παιδιά της με έναν ιμάντα γυμναστικής, μια πράξη που θα απαιτούσε να κρατήσει το καθένα από αυτά κάτω για τουλάχιστον 4 λεπτά. Στη συνέχεια πήδηξε από ένα παράθυρο του δεύτερου ορόφου, μια πτώση που της έσπασε τη σπονδυλική στήλη.
«Η κατηγορούμενη δήλωσε ότι αφού έφυγε από το σπίτι εκείνο το βράδυ, σκότωσε τα παιδιά επειδή άκουσε μια φωνή και είχε, δήθεν, μια στιγμή ψύχωσης», δήλωσε η βοηθός εισαγγελέα, Τζένιφερ Σπραγκ κατά τη διάρκεια εικονικής απαγγελίας κατηγοριών μέσω Zoom.
«Άκουσε τη φωνή ενός άνδρα, που της έλεγε να σκοτώσει τα παιδιά και να αυτοκτονήσει γιατί ήταν η τελευταία της ευκαιρία», είπε η Σπραγκ.
Ο συνήγορος υπεράσπισης αφηγήθηκε, ωστόσο, μια διαφορετική ιστορία. Από τη γέννηση του μικρότερου παιδιού της, πριν από οκτώ μήνες, είπε, η Λίντσεϊ Κλάνσι είχε ζητήσει επανειλημμένα βοήθεια για επιλόχειο κατάθλιψη, και τελικά της είχαν συνταγογραφηθεί 13 ψυχιατρικά φάρμακα σε διάστημα τεσσάρων μηνών. Αλλά οι αυτοκτονικές σκέψεις έρχονταν συνεχώς στην επιφάνεια, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα στις 24 Ιανουαρίου.
«Αυτή δεν είναι μια κατάσταση, που είχε σχεδιαστεί με οποιονδήποτε τρόπο», δήλωσε ο δικηγόρος της, Κέβιν Ρέντινγκτον. «Πρόκειται για μια κατάσταση που ήταν ξεκάθαρα προϊόν ψυχικής ασθένειας».
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, από τότε που ο Πάτρικ Κλάνσι έφτασε στο σπίτι του και αντίκρισε μια φρικαλέα σκηνή, ολόκληρη η κοινότητα προσπαθεί να κατανοήσει το γεγονός. Η 32χρονη εργαζόταν ως νοσηλεύτρια σε μαιευτήριο. Ήταν γνωστή ως γενναιόδωρη φίλη και στοργική μητέρα. Δεν είχε ποινικό μητρώο, ούτε αναφέρθηκε ιστορικό κακοποίησης των παιδιών της - της Κόρα, 5 ετών, του Ντόσον, 3 ετών και του μωρού, Κάλαν.
Η Λίντσεϊ Κλάνσι έχει λάβει επίσης αρκετή συμπαράσταση, σε μεγάλο βαθμό από γυναίκες που έχουν βιώσει επιλόχειο κατάθλιψη και ψύχωση. Διαδικτυακοί υποστηρικτές έχουν υιοθετήσει το hashtag LAOL, το οποίο σημαίνει Lindsay's Army of Love. Ο Πάτρικ Κλάνσι απηύθυνε έκκληση στον κόσμο να «ψάξει βαθιά μέσα του να συγχωρήσει τη Λίντσεϊ, όπως έκανα κι εγώ».
Όμως η απαγγελία κατηγοριών την Τρίτη κατέστησε σαφές πόσο δύσκολο είναι να αποσυνδεθεί η ψυχική κατάσταση της Κλάνσι από τις πράξεις της.
Ο εισαγγελέας της κομητείας Πλίμουθ, Τιμ Κρουζ, ασκεί δίωξη στην Κλάνσι με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, που επισύρει τη μέγιστη ποινή- ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής, καθώς και τρεις κατηγορίες για στραγγαλισμό και τρεις κατηγορίες για επίθεση και ξυλοδαρμό με επικίνδυνο όπλο.
Την ίδια στιγμή, η έκταση της ψυχικής ασθένειας της Κλάνσι μόλις έχει αρχίσει να αποκαλύπτεται.
Οι εισαγγελείς δήλωσαν την Τρίτη ότι ποτέ δεν είχε αναφέρει ψυχώσεις στον σύζυγό της και ότι ένας ψυχίατρος που την αξιολόγησε τον Δεκέμβριο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έπασχε από επιλόχειο κατάθλιψη. Στις 5 Ιανουαρίου, λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν τους φόνους, είχε πάρει εξιτήριο από πενθήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο McLean, ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, χωρίς καμία προειδοποίηση ότι αποτελούσε κίνδυνο για τον εαυτό της ή για άλλους.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια στιγμή αυξανόμενης ευαισθητοποίησης για τις ψυχικές ασθένειες και τις αποτυχίες του συστήματος ψυχικής υγείας.
«Αν ήμουν ο εισαγγελέας, θα ήμουν επιφυλακτικός στο να απαγγείλω κατηγορίες για φόνο - μοιάζει να μην συνάδει με την τρέχουσα αντίληψή μας για την ψυχική υγεία και την αντίδραση του κόσμου», δήλωσε ο Ντάνιελ Μέντγουεντ, καθηγητής ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Νορθίστερν.
«Η κοινωνία», πρόσθεσε, «είναι πολύ πιο μπροστά από το νόμο εδώ».
Πάνω από 20 χώρες έχουν νόμους που μειώνουν τις ποινές και παρέχουν ψυχιατρική περίθαλψη σε μητέρες που σκοτώνουν παιδιά ηλικίας κάτω του 1 έτους. Το 2018, το Ιλινόις ήταν η πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ που ψήφισε νόμο που καθιστά την ασθένεια μετά τον τοκετό ελαφρυντικό παράγοντα στην καταδίκη.
Η Λίντσεϊ Κλάνσι έκανε συχνά αναρτήσεις στα social media, δημοσιεύοντας από οικογενειακά στιγμιότυπα μέχρι μηνύματα για την ψυχική της υγεία. Σε μια ανάρτηση, το περασμένο φθινόπωρο, περιέγραψε μια παρενέργεια του Zoloft, ένα ευρέως συνταγογραφούμενου αντικαταθλιπτικού, το οποίο, όπως έγραψε, της είχε αφήσει τέτοια «ακραία αϋπνία» και έλλειψη όρεξης που σταμάτησε να το παίρνει.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών που προηγήθηκαν των δολοφονιών, είπε ο Ρέντινγκτον, της είχαν συνταγογραφηθεί 13 ψυχιατρικά φάρμακα, μια σειρά από βενζοδιαζεπίνες, αντικαταθλιπτικά, σταθεροποιητές της διάθεσης και Ambien, το οποίο χρησιμοποιείται ως υπνωτικό.
«Αυτό συνεχιζόταν ακόμη και μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο σύζυγός της πήγε στον γιατρό και της ζήτησε βοήθεια και της είπε: "Σας παρακαλώ, τη μετατρέπετε σε ζόμπι"», είπε σε ακρόαση την περασμένη εβδομάδα. Κατά την απαγγελία κατηγορίας την Τρίτη, είπε ότι έπασχε από επιλόχειο κατάθλιψη, «καθώς και από μια πιθανότητα επιλόχειας ψύχωσης που πολλές φορές παραβλέπεται».
Οι εισαγγελείς, εν τω μεταξύ, χαρακτήρισαν τις δολοφονίες ως προσεκτικά σχεδιασμένες.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από το τηλέφωνο της 32χρονης, η Σπραγκ περιέγραψε εκτενώς πώς η Κλάνσι είχε περάσει το απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου - φτιάχνοντας έναν χιονάνθρωπο με τα παιδιά της και τραβώντας φωτογραφίες που έστειλε στη μητέρα και τον σύζυγό της. Στη συνέχεια, στις 4:13 μ.μ., αναζήτησε ένα εστιατόριο για να παραγγείλει φαγητό, χρησιμοποιώντας τους χάρτες της Apple για να υπολογίσει πόση ώρα θα χρειαζόταν για να πάει με το αυτοκίνητο στο εστιατόριο και να επιστρέψει.
Στις 4:53, έστειλε μήνυμα στον σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν από ένα γραφείο στο υπόγειο, και του ζήτησε να παραλάβει το φαγητό - ένα μεσογειακό πιάτο για εκείνη, ένα ριζότο με χτένια και χοιρινό για εκείνον. Είχαν μια κλήση 14 δευτερολέπτων στις 5:34 μ.μ., την οποία ο Πάτρικ περιέγραψε ως ασήμαντη, αν και «φαινόταν σαν να ήταν στη μέση κάποιας δουλειάς».
Όταν ο Πάτρικ Κλάνσι επέστρεψε στο σπίτι, λίγο μετά τις 6 μ.μ., απόρησε που το βρήκε ήσυχο, είπε η Σπραγκ. Αφήνοντας κάτω τα φαγητά και ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο, άνοιξε με δύναμη την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να ανακαλύψει αίμα στο πάτωμα και ένα ανοιχτό παράθυρο.
Έτρεξε στην πίσω αυλή, όπου βρισκόταν η σύζυγός του, με κοψίματα στους καρπούς και στο λαιμό, και τη ρώτησε πού ήταν τα παιδιά τους. Μια ηχογράφηση κλήσης στο 100 κατέγραψε τον ήχο καθώς ο Κλάνσι κατέβαινε τις σκάλες προς το υπόγειο. «Σε ένα σημείο, φωνάζει: "Παιδιά;"». είπε η Σπραγκ. «Στη συνέχεια ακούγεται να ουρλιάζει από αγωνία και σοκ καθώς έβρισκε τα παιδιά του».
Και τα τρία παιδιά είχαν δεμένους γύρω από το λαιμό τους ιμάντες γυμναστικής. Ο θάνατος της Κόρα, 5 ετών, και του Ντόσον, 3 ετών, διαπιστώθηκε στο νοσοκομείο. Ο Κάλαν πέθανε τρεις ημέρες αργότερα.
Η μητρική παιδοκτονία λαμβάνει συχνά χώρα στο πλαίσιο της επιλόχειας ψύχωσης, ενός συνδρόμου που εμφανίζεται σε μία ή δύο γεννήσεις ανά χίλιες και χαρακτηρίζεται από παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις που μπορεί να εμφανιστούν εντελώς ξαφνικά.
Τα δικαστήρια και οι ένορκοι έχουν ανταποκριθεί σε αυτές τις περιπτώσεις με διαφορετικούς τρόπους. Η πιο γνωστή είναι αυτή της Άντρεα Γέιτς, μιας γυναίκας από το Τέξας, η οποία κατηγορήθηκε για φόνο το 2001, αφού έπνιξε τα πέντε παιδιά της σε μια μπανιέρα. Αργότερα δήλωσε ότι ακολουθούσε τις εντολές του Σατανά, ο οποίος της είχε πει ότι έτσι θα τα έσωζε από την κόλαση.
Στην πρώτη δίκη της, το 2002, οι ένορκοι την έκριναν ένοχη μετά από μόλις τρεισήμισι ώρες διαβουλεύσεων. Αφού η καταδίκη ανατράπηκε, οι ένορκοι στη δεύτερη δίκη, το 2006, την έκριναν αθώα λόγω παραφροσύνης.
Δεν είναι ασυνήθιστο για τους γιατρούς και τους συγγενείς να μην εντοπίσουν τα σημάδια της επιλόχειας ψύχωσης σε γυναίκες με υψηλή λειτουργικότητα, σύμφωνα με την Τερέζα Τουμέι, δικηγόρο και συγγραφέα του βιβλίου «Understanding Postpartum Psychosis: A Temporary Madness».
Η Τερέζα Τουμέι, η οποία δήλωσε ότι είχε υποστεί ψυχωτικό επεισόδιο μετά τη γέννηση της κόρης της, θυμάται ότι είχε καλέσει επανειλημμένα τον σύζυγό της για να τον προειδοποιήσει ότι υπήρχαν εισβολείς στο σπίτι. Εκείνος επέστρεφε στο σπίτι, τη διαβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε κανείς και έφευγε πάλι, θεωρώντας, όπως είπε, ότι «ίσως ένας σκίουρος μπήκε στη σοφίτα».
Τελικά, είπε, άρχισε να οραματίζεται έντονα πράξεις βίας εναντίον του μωρού της και φοβήθηκε τόσο πολύ τις δικές της πιθανές πράξεις, ώστε μάζεψε τα μαχαίρια και τα ψαλίδια που υπήρχαν στο σπίτι και τα έκρυψε στο πίσω μέρος της ντουλάπας.
Στην περίπτωση μιας ασθενούς όπως η Λίντσεϊ Κλάνσι, είπε η Τουμέι, «κάνουμε την υπόθεση ότι θα καταλάβαινε και θα μπορούσε να το πει μόνη της». Αλλά, πρόσθεσε, «αν είσαι υψηλής λειτουργικότητας και παρανοϊκός, οι άνθρωποι ψάχνουν για λόγους που δεν θα μπορούσες να έχεις αυτή την ασθένεια».
Σε ένα κήρυγμα την περασμένη Κυριακή, ο αιδεσιμότατος Ρόμπερτ Ντίχαν, ο οποίος είχε βαφτίσει το μικρότερο από τα παιδιά της Κλάνσι, ζήτησε από τους ενορίτες να κοιτάξουν πιο προσεκτικά τους γείτονες και τα μέλη της οικογένειάς τους, και να σκεφτούν, όπως είπε, «τι βάρος μπορεί να κουβαλάει ο άλλος».
Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα. Το πρωί μετά τις δολοφονίες, ο αιδεσιμότατος Ντίχαν κάθισε με τον Πάτρικ Κλάνσι για μια ώρα, προσευχόμενος. Αργότερα, επισκέφθηκε την Λίντσεϊ στο δωμάτιο του νοσοκομείου, ενώ ήταν ακόμα αναίσθητη. Την Παρασκευή, στην κηδεία των παιδιών, διάβασε τον επικήδειο που είχε γράψει ο πατέρας τους για εκείνα.
«Ο καημένος ο Πατ έφυγε κάπως μόνος του, γιατί ακόμα πενθεί, όπως φαντάζεστε, και θέλει να είναι μόνος του, να έχει λίγο χώρο», είπε. «Έτσι του δώσαμε αυτό το χώρο».
Στο Ντάξμπερι, μια παραθαλάσσια πόλη, οι απόψεις διχάστηκαν, με ορισμένους να ζητούν αυστηρή τιμωρία και άλλους, ιδίως γυναίκες, να εκφράζουν συμπόνοια.
«Το πρώτο πράγμα που έκαναν όλοι ήταν να κοιτάξουν τη σελίδα της στο Facebook, και εκεί μπορείς να δεις κυριολεκτικά πόσο ερωτευμένη ήταν με τα παιδιά της», δήλωσε η Τζούλι Κατινό, ψυχιατρική νοσοκόμα που κάνει το podcast «Psychology Unplugged».
«Πιστεύω μέσα μου ότι αυτή η γυναίκα υπέφερε», είπε. «Αυτή η γυναίκα ήταν εκτός εαυτού και υπέφερε».
Η Λίντσεϊ Κλάνσι θα παραμείνει στο νοσοκομείο μέχρι να της δοθεί άδεια να μεταφερθεί σε κέντρο αποκατάστασης. Η ακρόαση για την υπόθεση έχει οριστεί για τις 2 Μαΐου. Μιλώντας σε δημοσιογράφους την περασμένη εβδομάδα, ο Ρέντινγκτον ανέφερε ότι σκόπευε να υποστηρίξει ότι δεν είναι ένοχη λόγω παραφροσύνης.
«Το νομικό σύστημα είναι ένας άκαρδος κολοσσός που δεν θα επηρεαστεί από την κοινή γνώμη», δήλωσε. «Θα προχωρήσουν όπως κρίνουν σκόπιμο. Ελπίζω ότι θα μετριάσουν τη δικαιοσύνη με έλεος, όπως λένε. Αν δεν το κάνουν, τότε θα γίνει δίκη».