Ήταν Αύγουστος του 2016 στο Κορωπί, όταν η 26χρονη τότε Νικολέτα σκότωσε την 35χρονη σύζυγο του 41χρονου Γιάννη, του άνδρα που είχε ερωτευτεί και είχε αποκτήσει δύο παιδιά μαζί του -εκτός γάμου, καθώς ο ίδιος ο εραστής της είχε άλλα δύο παιδιά με τη... νόμιμη σύζυγό του.
Τα μέσα ενημέρωσης είχαν χαρακτηρίσει το έγκλημα ως ένα από τα πιο σοκαριστικά στα αστυνομικά χρονικά της χώρας.
Η κατηγορούμενη καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και έκτοτε εκτίει την ποινή της. Η γυναίκα αυτή είχε καταθέσει αίτηση αναίρεσης της ποινής και τον περασμένο Μάρτιο ο Άρειος Πάγος με απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση, δεχόμενος το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς της κατηγορούμενης.
Στο Εφετείο «έσπασε» η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και πλέον, 6,5 χρόνια μετά την ανθρωποκτονία, η κατηγορούμενη αναμένεται να αποφυλακιστεί και να συνεχίσει τη ζωή της μακριά από τη φυλακή.
Όλα έγιναν τον Αύγουστο του 2016, όταν η 26χρονη επισκέφτηκε τη σύζυγο του εραστή και πατέρα των παιδιών της στο σπίτι της στο Κορωπί. Μετά από ένα έντονο καυγά με την ερωτική αντίζηλό της, έβγαλε ένα μαχαίρι και της κατάφερε πέντε χτυπήματα.
Η 35χρονη που δολοφονήθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των δύο παιδιών που είχε αποκτήσει κατά τον γάμο της με τον 41χρονο άνδρα, μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας του Κορωπίου, όπου διαπιστώθηκε από τους γιατρούς ο θάνατος της.
Η 26χρονη γυναίκα οδηγήθηκε στις φυλακές, όπως και ο 41χρονος εραστής της, καθώς την επόμενη μέρα του φονικού προσπάθησε να πάρει εκδίκηση για τη δολοφονία της γυναίκας του, πυροβολώντας με καραμπίνα τον 55χρονο πατέρα της 26χρονης, τραυματίζοντάς τον ευτυχώς ελαφρά.
Ο άνδρας που είχε χαρακτηριστεί ως το «μήλον της έριδος» έχει αποφυλακιστεί συνεχίζοντας τη ζωή του.
Να υπενθυμίσουμε ότι στη δίκη που ακολούθησε του εγκλήματος η αδελφή του θύματος είχε δώσει τη δική της εκδοχή για τα όσα βίωνε η αδερφή της από την αντίζηλό της. Στην κατάθεσή της, η αδελφή του θύματος περιέγραψε την κατηγορουμένη ως μια εμμονική γυναίκα που ζήλευε και είχε βάλει σκοπό όχι μόνο να χωρίσει τον γαμπρό της, αλλά και «να εξαφανίσει» και την αδελφή της, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Ξεκινώντας την κατάθεσή της, η μάρτυρας είχε αναφέρει στο δικαστήριο: «Η αδελφή μου ήταν 35 ετών. Ήμασταν κάθε μέρα μαζί. Ήταν ένα πρόβατο. Πέρα από το σπίτι της και τα παιδιά της δεν ασχολιόταν με κανέναν άλλο. Δεν γνωρίζαμε την κατηγορούμενη, τα σπίτια μας είχαν απόσταση 15 χιλιόμετρα. Η κατηγορουμένη από το 2014 ενοχλούσε την αδελφή μου».
Στη συνέχεια η μάρτυρας περιέγραψε το πως έμαθε για τη δολοφονία της αδελφής της, μέσα στο ίδιο της στο σπίτι: «Χτύπησε το τηλέφωνό μου και άκουσα την αδελφή μου να εκλιπαρεί για βοηθεια. Τα παιδιά ακούγονταν να φωνάζουν από μέσα: “μην σκοτώνεις τη μαμά μας”. Το πρώτο πρόσωπο, το οποίο σκεφτηκαμε εγώ και άνδρας μου, ήταν η κατηγορουμένη γιατί γνωρίζαμε ότι αδελφή μου δεχόταν απειλές».
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ο μεγαλύτερος γιος του θύματος και ανιψιός της, της είπε πως μεταφέρουν τη μητέρα του στο Κέντρο Υγείας της περιοχής. «Μου είπε πως η γκόμενα του μπαμπά ήρθε και έσφαξε τη μαμά μας και ότι πάνε στο Κέντρο Υγείας», ανέφερε η μάρτυρας και συνέχισε: «Εκεί είδα την αδελφή μου να της κάνουν ανάνηψη οι γιατροί, λίγο αργότερα μας είπαν ότι ήταν νεκρή».
Η μάρτυρας κατέθεσε ακόμη πως άκουσε τον γαμπρό της να λέει στο Κέντρο Υγείας πως η κατηγορουμένη έκανε τις απειλές της πραγματικότητα.