Ο Αμερικανός ομοσπονδιακός δικαστής Τζον Μίντλμπρουκς αποφάνθηκε πως ο ρεπουμπλικανός δισεκατομμυριούχος, ο οποίος ελπίζει να επιστρέψει στο Λευκό Οίκο το 2024, «καταχράσθηκε τα δικαστήρια» επιχειρώντας να προσφύγει στη δικαιοσύνη «για να προωθήσει με ανέντιμο τρόπο ένα πολιτικό αφήγημα».
Στην προσφυγή, την οποία ο δικαστής Μίντλμπρουκς είχε απορρίψει πέρυσι, υποστηριζόταν ότι η Κλίντον και άλλα πρόσωπα είχαν επιχειρήσει να πείσουν το κοινό ότι ο Τραμπ πραγματοποίησε την προεκλογική εκστρατεία του σε συνέργεια με τη Ρωσία. Ο πρώην πρόεδρος ζητούσε 70 εκατ. δολάρια ως αποζημίωση από την πρώην αντίπαλό του, την οποία είχε τελικά νικήσει στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2016.
Η προσφυγή αυτή «δεν έπρεπε να είχε γίνει ποτέ», υπογράμμισε ο δικαστής στην 45σέλιδη απόφασή του.
«Η ανεπάρκειά της ως νομικής προσφυγής ήταν προφανής εξαρχής. Κανένας λογικός δικηγόρος δεν θα την είχε καταθέσει. Καθώς προορίζονταν για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου, κανένα από τα επιχειρήματα της προσφυγής δεν αποτελεί αποδεκτό νομικό αίτημα», έγραψε ακόμη ο δικαστής.
Στην ετυμηγορία ο Τραμπ καταδικάζεται από κοινού με τη δικηγόρο του, την Αλίνα Χάμπα, να καταβάλουν 937.989,39 δολάρια για να καλύψουν τα δικαστικά έξοδα της αντίπαλης πλευράς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας «παραγωγικός και εξεζητημένος διάδικος, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τα δικαστήρια για να εκδικηθεί τους πολιτικούς αντιπάλους του», έγραψε ακόμη στην απόφασή του ο δικαστής Μίντλμπρουκς.
«Είναι ο εργοδηγός ενός στρατηγικού εκτροχιασμού της δικαστικής διαδικασίας και δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είναι ένας ενάγων ο οποίος ακολουθεί τυφλά τις συμβουλές ενός δικηγόρου. Γνώριζε θαυμάσια τον αντίκτυπο αυτών των ενεργειών», πρόσθεσε ο δικαστής.