Στην υπόθεση της Intellexa και του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator στην Ελλάδα... αναφέρεται εκτενές ρεπορτάζ των New York Times, αποκαλύπτοντας πως η εταιρεία είχε λάβει άδεια πώλησης του λογισμικού στη Μαδαγασκάρη.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν πήρε δημοσίως θέση την περασμένη χρονιά, κατά της κατάχρησης κατασκοπευτικού λογισμικού για τη στοχοποίηση ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αντιφρονούντων και δημοσιογράφων: Έβαλε στη μαύρη λίστα τον πιο διαβόητο κατασκευαστή των εργαλείων hacking, την ισραηλινή εταιρεία NSO Group.
Ωστόσο, η παγκόσμια βιομηχανία εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού - το οποίο επιτρέπει στις κυβερνήσεις να εισβάλλουν στα κινητά τηλέφωνα και να συλλέγουν δεδομένα - συνεχίζει να ανθεί (...) η χρήση του spyware συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, με νέες εταιρείες - οι οποίες απασχολούν πρώην βετεράνους της ισραηλινής κυβερνοκατασκοπείας, ορισμένοι από τους οποίους εργάζονταν για την NSO - να αναλαμβάνουν να καλύψουν το κενό που άφησε η μαύρη λίστα.
Με αυτή την επόμενη γενιά εταιρειών, η τεχνολογία που κάποτε βρισκόταν στα χέρια ενός μικρού αριθμού εθνών είναι πλέον πανταχού παρούσα - μεταμορφώνοντας το τοπίο της κυβερνοκατασκοπείας» σχολιάζουν οι NYT.
Η αναφορά στην Ελλάδα
Όπως σχολιάζουν οι NYT «μια εταιρεία, η οποία πουλάει ένα εργαλείο hacking που ονομάζεται Predator και διοικείται από έναν πρώην ισραηλινό στρατηγό από γραφεία στην Ελλάδα, βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολιτικού σκανδάλου στην Αθήνα σχετικά με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού εναντίον πολιτικών και δημοσιογράφων.»
«Μετά από ερωτήσεις των New York Times, η ελληνική κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι έδωσε στην εταιρεία Intellexa άδειες για την πώληση του Predator σε τουλάχιστον μία χώρα με ιστορικό καταστολής, τη Μαδαγασκάρη. Οι Times έχουν επίσης στην κατοχή τους μια επιχειρηματική πρόταση που έκανε η Intellexa για να πουλήσει τα προϊόντα της στην Ουκρανία, η οποία απέρριψε την πρόταση πώλησης.
Ο Αλέξανδρος Παπαϊωάννου, εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, επιβεβαίωσε ότι ένα τμήμα του υπουργείου εξέδωσε δύο άδειες εξαγωγής στην Intellexa στις 15 Νοεμβρίου 2021. Σε μια ένδειξη της πίεσης που δέχεται η χώρα, ο κ. Παπαϊωάννου δήλωσε ότι ο γενικός επιθεωρητής του υπουργείου ξεκίνησε εσωτερική έρευνα μετά από δημοσιεύματα στον εγχώριο Τύπο σχετικά με την εταιρεία. Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζει το κατασκοπευτικό λογισμικό ως δυνητικό όπλο και ζητεί από τις αρχές να χορηγούν άδειες εξαγωγής μετά από τη δέουσα επιμέλεια για την αποτροπή της κατάχρησής του.
Διαπιστώθηκε ότι το Predator έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλες δώδεκα χώρες από το 2021, γεγονός που καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη ζήτηση μεταξύ των κυβερνήσεων και την έλλειψη ισχυρών διεθνών προσπαθειών για τον περιορισμό της χρήσης τέτοιων εργαλείων.
Η έρευνα των Times βασίζεται στην εξέταση χιλιάδων σελίδων εγγράφων -συμπεριλαμβανομένων σφραγισμένων δικαστικών εγγράφων στην Κύπρο, απόρρητων κοινοβουλευτικών καταθέσεων στην Ελλάδα και μιας μυστικής έρευνας της ισραηλινής στρατιωτικής αστυνομίας- καθώς και συνεντεύξεων με περισσότερους από 24 κυβερνητικούς και δικαστικούς αξιωματούχους, πράκτορες των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, στελέχη επιχειρήσεων και θύματα hacking σε πέντε χώρες.»
Τεχνολογία «μηδενικού κλικ»
Τα πιο εξελιγμένα εργαλεία κατασκοπευτικού λογισμικού - όπως το Pegasus της NSO - διαθέτουν τεχνολογία "μηδενικού κλικ", που σημαίνει ότι μπορούν να αποσπάσουν κρυφά και εξ αποστάσεως τα πάντα από το κινητό τηλέφωνο ενός στόχου, χωρίς ο χρήστης να χρειάζεται να κλικάρει σε κάποιον κακόβουλο σύνδεσμο για να δώσει στο Pegasus, απομακρυσμένα, την πρόσβαση. Μπορούν επίσης να μετατρέψουν το κινητό τηλέφωνο σε συσκευή εντοπισμού και μυστικής καταγραφής, μετατρέποντας το τηλέφωνο σε εργαλείο κατασκοπείας με στόχο τον ιδιοκτήτη του. Αλλά και τα εργαλεία hacking χωρίς τεχνολογία μηδενικού κλικ, τα οποία είναι σημαντικά φθηνότερα, έχουν μεγάλο ποσοστό της αγοράς.
Το εμπορικό κατασκοπευτικό λογισμικό έχει χρησιμοποιηθεί από τις υπηρεσίες πληροφοριών και τις αστυνομικές δυνάμεις για την παραβίαση τηλεφώνων που χρησιμοποιούνται από δίκτυα ναρκωτικών και τρομοκρατικές ομάδες. Αλλά έχει επίσης γίνει κατάχρηση από πολλά αυταρχικά καθεστώτα και δημοκρατικα κράτη για την κατασκοπεία πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων.
Αυτό έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις σε μια ενίοτε «βασανιστική αιτιολογία» για τη χρήση τους, συνεχίζουν οι NYT.