Επώνυμα ή ανώνυμα, κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και την οικονομική πολιτική που εφαρμόζουν όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται και οι επιπτώσεις του «σαρώνουν»... την Ευρώπη.
Ήδη από τους πρώτους μήνες της ρωσικής εισβολής, πλήθος αναλυτών είδαν την Ουάσιγκτον ως τη μεγάλη νικήτρια αυτής της εξέλιξης. Η Ρωσία, όπως εξελίσσεται η κατάσταση, αποδυναμώνεται στρατιωτικά και οικονομικά ακόμα κι αν πετύχει ορισμένους από τους στόχους που έχουν θέσει, η Ουκρανία βιώνει πόλεμο και η Ευρώπη δέχεται με σφοδρότητα τις επιπτώσεις αυτού του πολέμου.
Τα κέρδη των οπλοβιομήχανων
Από την άλλη, η αμερικανική οπλοβιομηχανία έχει πάρει «φωτιά» για τη στήριξη των Ουκρανών στο εκατοντάδων χιλιομέτρων μέτωπο με τους Ρώσους. Το οικονομικό αποτύπωμα στις τεράστιες βιομηχανίες όπλων της άλλης πλευράς του Ατλαντικού είναι προφανώς θετικό. Η Lockheed Martin, για παράδειγμα, που είναι κατασκευάστρια, μεταξύ άλλων, των περίφημων HIMARS τα οποία έχει παραλάβει το Κίεβο, έχει δει την αξία της μετοχής της να εκτοξεύεται κατά 36% από τις αρχές του χρόνου. Η επίσης αμερικανική Northrop Grumman είδε παρόμοια αύξηση.
Βέβαια, και η Ευρώπη προμηθεύει με όπλα τους Ουκρανούς με εταιρείες, όπως η γαλλική Thales, να βλέπει εκτόξευση της αξίας των μετοχών της από την αρχή του χρόνου. Ωστόσο, οι δυναμικές όχι μόνο δεν είναι ίδιες, αλλά φαίνεται ότι προκύπτουν ακόμα και κενά στις αποθήκες όπλων των ευρωπαϊκών κρατών.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο Ευρωπαίο αξιωματούχο που επικαλείται το Politico, ο ανεφοδιασμός ορισμένων εξελιγμένων όπλων από τις ευρωπαϊκές αποθήκες που στάλθηκαν στην Ουκρανία μπορεί να διαρκέσει ακόμα και χρόνια λόγω προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού και στην παραγωγή τσιπ.
Το ενδεχόμενο αυτό έχει τροφοδοτήσει φόβους ότι η αμερικανική αμυντική βιομηχανία μπορεί να επωφεληθεί ακόμη περισσότερο από τον πόλεμο, προμηθεύοντας και τα κενά που προκύπτουν στην Ευρώπη, η οποία ήδη εξοπλίζεται επιπλέον. Το Πεντάγωνο αναπτύσσει ήδη έναν οδικό χάρτη για την επιτάχυνση των πωλήσεων όπλων, καθώς αυξάνεται η ζήτηση από συμμαχικές χώρες.
Πανάκριβη αμερικανική ενέργεια
Την ίδια στιγμή, το αμερικανικό λόμπι ορυκτών καυσίμων βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην Ευρώπη καθώς η ρωσική εξάρτηση υποχωρεί λόγω των κυρώσεων. Οι τιμές χονδρικής φυσικού αερίου που πωλούνται στη «σύμμαχο» Ευρώπη είναι πέντε έως επτά φορές υψηλότερα από ό,τι στην Ασία και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του Spiegel.
Όπως είναι επόμενο, η ακριβή ενέργεια και η ενεργειακή ανασφάλεια των τελευταίων μηνών περιορίζει σταδιακά την Ευρώπη όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της στον βιομηχανικό τομέα και γενικότερα στην προσέλκυση κεφαλαίων. Μια πανάκριβη ενέργεια σε συνδυασμό με τους υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού είχε ήδη προκαλέσει αναστάτωση στους Γερμανούς βιομηχάνους από τους πρώτους μήνες του πολέμου.
«Οι ΗΠΑ είναι οι νικητές στον πόλεμο στην Ουκρανία. Για τις εταιρείες στις ΗΠΑ, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι πολύ μακριά και οι οικονομικές επιπτώσεις είναι επομένως πολύ λιγότερο αισθητές», είπε ο Ματίας Χόφμαν, επικεφαλής του Γερμανο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Ατλάντα σε διάλεξη στο Βερολίνο.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται πως πάνε ένα βήμα παρακάτω. Όχι, μόνο περιορίζεται η δυνατότητα της Ευρώπης να είναι ανταγωνιστική λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας, αλλά δίνονται κίνητρα ώστε η άλλη πλευρά του Ατλαντικού να αποτελέσει ελκυστικό προορισμό βιομηχανικής μετεγκατάστασης. Ο λεγόμενος νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act of 2022 - IRA) που πέρασε τον Αύγουστο αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό.
IRA: Νομοθεσία «κλειδί» για την αμερικανική βιομηχανία
Πρόσφατο δημοσίευμα των FT παρουσίασε την περίπτωση της σουηδικής εταιρείας παραγωγής μπαταριών, Northvolt. Ο σουηδικός όμιλος βλέπει πλέον θετικά τη μεταφορά του στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ενισχύσει την παραγωγή του.
Ο λόγος για τη «στροφή» είναι ο IRA καθώς η νομοθεσία αυτή «για την πράσινη τεχνολογία» προβλέπει επιδότηση ενός εργοστασίου στην Αμερική 600-800 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τη Northvolt. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, τα αντίστοιχα κίνητρα που προβλέπονται για τη Γερμανία, τον πυρήνα του βιομηχανικού κεφαλαίου της Ευρώπης, ανέρχονται σε 155 εκατομμύρια ευρώ.
«Ο IRA μετακινεί τη δυναμική σε μεγάλο βαθμό από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Northvolt προσθέτοντας ότι η νομοθεσία δεν επηρεάζει μόνο τις ευρωπαϊκές εταιρείες. «Υπάρχουν νέοι παίκτες από την Ασία που ανακατευθύνουν τα στρατηγικά τους σχέδια και τις επενδύσεις τους στη Βόρεια Αμερική», πρόσθεσε.
Με τις εξελίξεις να γίνονται όλο και πιο απτές στο οικονομικό πεδίο, αξιωματούχος του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών μίλησε για «επιδοτήσεις που εισάγουν διακρίσεις και στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό».
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, Μπρούνο Λε Μερ αυτή την εβδομάδα κατηγόρησε ευθέως τις ΗΠΑ ότι ακολουθούν τον δρόμο του οικονομικού απομονωτισμού της Κίνας, προτρέποντας τις Βρυξέλλες να αντιγράψουν μια τέτοια πολιτική. «Η Ευρώπη δεν πρέπει να είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών», δήλωσε. Σε παρόμοια γραμμή, ο πρόεδρος του γερμανικού SPD Λαρς Κλίνγκμπαϊλ δήλωσε σε συνέντευξή του στην Die Welt ότι «ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης στη Γερμανία είναι υπαρκτός», καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα.
Οικονομικός πόλεμος ενόψει ή αποδοχή της κατάστασης;
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται τώρα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσουν τα λόμπι της Ευρώπης απέναντι στις οικονομικές πρακτικές των «συμμάχων» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Είναι σαφές ότι η Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις δυνατότητες παραγωγής όπλων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο οικονομικό πεδίο, ωστόσο, εκφράζονται πλέον ανοιχτά διαφωνίες. Κυβερνώντες όπως ο Μακρόν χαρακτήρισαν τις κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών ως «μη φιλικές» όσον αφορά την οικονομική πολιτική που ακολουθούν. Επί του πρακτέου, βέβαια, δεν υπάρχει κάποια απτή απόφαση. Οι Ευρωπαίοι, ούτως η άλλως, δείχνουν να έχουν συνεχείς διαφωνίες σε σειρά τομέων, από το πλαφόν στην ενέργεια μέχρι τις ρωσικές κυρώσεις.
Πάντως, αναλυτές εκτιμούν ότι ακόμα και ένας εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στους δύο συμμάχους είναι πιθανός. Η ΕΕ προετοιμάζει τις απαντήσεις της, όπως μια ενίσχυση των επιδοτήσεων ώστε να αποτρέψει την εξαφάνιση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τους Αμερικανούς ανταγωνιστές της, αναφέρει το Politico.
Σε κάθε περίπτωση, περίπου 10 μήνες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είναι η πρώτη φορά -δημόσια τουλάχιστον- που τα «ρήγματα» ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού γίνονται κάτι παραπάνω από αισθητά στον δημόσιο διάλογο με ότι θετικό συνεπάγεται αυτό για τα συμφέροντα του Κρεμλίνου.