Αφορμή για τις δηλώσεις Ντογιάκου υπήρξε δημοσίευμα, που τον εμφάνιζε να παρεμπόδισε έρευνα της ΑΔΑΕ στην υπόθεση των παρακολουθήσεων. Συγκεκριμένα ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος κατά τον χαιρετισμό του στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
«Δεν είναι δυνατόν μια μερίδα του Τύπου, εκμεταλλευόμενη έναν ουσιαστικά πλήρως αναποτελεσματικό νόμο περί Τύπου, να στρέφεται και να βυσσοδομεί όποιον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του δεν ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της, τις υποδείξεις της ακόμα και τις επιταγές της. Δεν είναι άξιοι κάποιοι να φέρουν τον κάποτε άκρως τιμητικό τίτλο και ιδιότητα του εκδότη εφημερίδων ή περιοδικών. Κρατούν για τον εαυτό τους και μόνο ως επτασφράγιστο μυστικό το οικονομικό τους υπόβαθρο με βάση το οποίο έγιναν εκδότες. Στην πράξη υποβαθμίζουν την ιδιότητά τους αυτή και την ευτελίζουν υπογράφοντας ψευδή και συκοφαντικά δημοσιεύματα με χυδαίο περιεχόμενο και λεξιλόγιο. Ίσως, όμως, ένας εκτεταμένος φορολογικός έλεγχος σε αυτούς τους ολίγους θα αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Δεν είναι δυνατόν να χλευάζουν και να απαξιώνουν δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς συγκρίνοντας αυτούς με δικαστές και εισαγγελείς χωρών του εξωτερικού με διαφορετικά δικονομικά συστήματα έναντι των οποίων, κατά τη γνώμη τους, υπολείπονται κατά πολύ των ξένων».
Σε άλλο σημείο σημειώνει πως σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του εξωτερικού οι αρμόδιες Αρχές «δεν θα τούς επέτρεπαν να υβρίζουν και να συκοφαντούν ούτε να δίνουν οδηγίες και να πιέζουν μέσω των εντύπων που διευθύνουν τους αρμόδιους δικαστές για τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και έκδοση αρεστών σε αυτούς αποφάσεων. Ούτε και να τούς επισκέπτονται στα γραφεία τους και να τούς πιέζουν και να τούς απειλούν».
Με την σειρά τους οι δημοσιογραφικές ενώσεις, με προεξάρχουσες τις ΠΟΕΣΥ και ΕΣΗΕΑ, αναφέρουν «προς κάθε κατεύθυνση, ότι ο Τύπος, όπως και η Δικαιοσύνη αποτελούν πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η διασφάλιση δε του ρόλου του Τύπου, ως μηχανισμού ελέγχου και άσκησης κριτικής σε κάθε μορφής εξουσία, αποτελεί δείκτη της ποιότητας της Δημοκρατίας κάθε ευνομούμενης πολιτείας».
Στηλιτεύουν δε την κριτική Ντογιάκου τονίζοντας πως «κανείς δεν δικαιούται να αμφισβητήσει την σημασία της άσκησης κριτικής, να λησμονεί, ότι ο Τύπος σε πλειάδα περιπτώσεων έχει συμβάλει ουσιαστικά στην αποκάλυψη παράνομων ενεργειών, που σε αντίθετη περίπτωση κινδύνευαν να παραμείνουν ατιμώρητες ούτε βεβαίως, ότι παγκοσμίως υπήρξαν χιλιάδες δημοσιογράφοι, που διώχθηκαν, τιμωρήθηκαν και έχασαν την ζωή τους, στο πλαίσιο της άσκησης του λειτουργήματος τους. Και πάνω από όλα, κανείς, δεν μπορεί να επιφυλάσσει για τον εαυτό του ή τον κλάδο, τον οποίο υπηρετεί, μια άτυπη μορφή ασυλίας απέναντι στην δημόσια κριτική. Είναι δε προφανές, ότι η όποια κριτική, πρέπει να σέβεται τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, να είναι αμερόληπτη και να στηρίζεται σε στοιχεία και αποδείξεις».
Στην ανακοίνωσή τους οι Ενώσεις συνεχίζουν:
Η θεσμική λειτουργία του Τύπου δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω από κανέναν και πολύ περισσότερο από εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι οφείλουν να ενεργούν με αντικειμενικότητα και αμεροληψία και να προασπίζονται την νομιμότητα. Γενικού περιεχομένου δηλώσεις, όπως αυτές, που ακούστηκαν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, θίγουν έναν ολόκληρο κλάδο και προκαλούν δικαιολογημένα κατά την άποψη μας, την εντύπωση μίας αδικαιολόγητης γενικευμένης στοχοποίησης. Για την ΠΟΕΣΥ και τις Ενώσεις Συντακτών είναι απολύτως σαφές, ότι κανένας δεν βρίσκεται πάνω από τον νόμο. Αντίστοιχα, ωστόσο, κανείς δεν εξαιρείται από την άσκηση κριτικής. Και αυτό αποτελεί στοιχείο της δημοκρατίας, του πλουραλισμού και της ελευθεροτυπίας.
Τέλος, θυμίζουμε τον διαχρονικό υπέρτιτλο από τα «Ελληνικά Χρονικά» του Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ «Η δημοσίευση είναι ψυχή της δικαιοσύνης»