Στη φάση της διαβούλευσης τέθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, η οποία κατατέθηκε νωρίτερα στη Βουλή. Η διαβούλευση θα διαρκέσει ως τις... 22 Νοεμβρίου.
Τα παράνομα λογισμικά
Στο νομοθέτημα περιλαμβάνεται και η ρύθμιση περί απαγόρευσης παρανόμων λογισμικών παρακολούθησης στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση να αναφέρει ότι «ως το 2019 η παράνομη υποκλοπή ήταν κακούργημα και τιμωρείτο με κάθειρξη έως 10 έτη, ενώ η κατοχή και εμπορία παράνομων λογισμικών ήταν πλημμέλημα και τιμωρείτο με φυλάκιση έως 2 έτη. Λίγες μέρες πριν τη διάλυση της Βουλής για τις εκλογές του 2019 και ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε την ύπαρξη στην Ελλάδα παράνομων λογισμικών, άλλαξε ακατανόητα ο Ποινικός Κώδικας με αποτέλεσμα η μεν υποκλοπή πλέον να τιμωρείται με φυλάκιση από 10 μέρες έως 5 έτη, η δε κατοχή και εμπορία αποποινικοποιήθηκε. Με τις προτεινόμενες διατάξεις επανέρχεται ως είχε το κακούργημα για τη χρήση παράνομων λογισμικών και συσκευών και το πλημμέλημα της εμπορίας και κατοχής με ποινή 1-5 έτη».
Επίσης, διευκρινίζει ότι ως «απαγορευμένα λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης λογίζονται λογισμικά ή συσκευές με δυνατότητα υποκλοπής, καταγραφής και κάθε είδους άντλησης περιεχομένου ή και δεδομένων επικοινωνίας (κίνησης και θέσης), τα οποία καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της ΕΥΠ που θα δημοσιευτεί μέσα σε 3 ημέρες από την ισχύ του νόμου. Ο κατάλογος απαγορευμένων λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης επικαιροποιείται με απόφαση του Διοικητή της ΕΥΠ το αργότερο κάθε 6 μήνες. Επιπλέον, με ανακοίνωση του Διοικητή της ΕΥΠ, που αναρτάται στον ιστοχώρο της Υπηρεσίας ενημερώνεται το κοινό για τα απαγορευμένα λογισμικά, τον τρόπο δράσης τους και τα μέτρα προστασίας που δύναται να λάβει έναντι αυτών».
Ωστόσο, προστίθεται ότι «το δημόσιο θα μπορεί να προμηθεύεται κατασκοπευτικά λογισμικά υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα των συναρμόδιων υπουργών, που θα έχει τύχει της προβλεπόμενης επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας».
ΕΥΠ: Διοίκηση και άρση απορρήτου
Όσον αφορά στην ΕΥΠ, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι «ως σήμερα ο διοικητής και οι υποδιοικητές μπορεί να προέρχονται από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, Διοικητής ορίζεται πρόσωπο προερχόμενο από το διπλωματικό σώμα ή απόστρατος ανώτατος αξιωματικός. Υποδιοικητές μπορεί να είναι κάποιοι από τους ανωτέρω, καθώς και υπάλληλοι και λειτουργοί του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Επιπλέον, ο αριθμός των υποδιοικητών περιορίζεται από 3 που είναι σήμερα σε 2». Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε σε αλλαγή του νομικού πλαισίου προκειμένου να διοριστεί διοκητής της ΕΥΠ ο Παναγιώτης Κοντολέων το 2019.
Επίσης, με την κύρωση του νόμου αυτού μόνο η ΕΥΠ και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία θα έχουν το δικαίωμα να ζητούν άρση απορρήτου επικοινωνιών για λόγους «εθνικής ασφάλειας», η οποία θα περνά από την κρίση εσωτερικού εισαγγελέα στην οικεία υπηρεσία και η απόφαση θα λαμβάνεται από αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ η κυβέρνηση επαναφέρει υπό όρους, ωστόσο, την ενημέρωση ατόμου το οποίο παρακολουθήθηκε: συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «προτείνεται η ενημέρωση του υποκειμένου υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση και μετά την πάροδο 3 ετών από την παύση της».
Περί πολιτικών προσώπων
Ειδικά για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, η κυβέρνηση αναφέρει ότι «ως σήμερα δεν υφίσταται ειδική διαδικασία για πολιτικά πρόσωπα και ακολουθείται η συνήθης διαδικασία. Αποδείχθηκε ότι θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές ασφαλιστικές δικλείδες. Τίθεται με το νομοσχέδιο ένα τριπλό φίλτρο εγγυήσεων: α) τη διαδικασία επισπεύδει μόνο η ΕΥΠ, β) θα πρέπει να δώσει άδεια ο Πρόεδρος της Βουλής πριν την διπλή εισαγγελική κρίση και γ) το αίτημα για την άρση οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας».
Ως πολιτικά πρόσωπα λογίζονται: ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί, οι βουλευτές του εθνικού και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο εθνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και τα ανώτατα μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ Α’ και Β΄ βαθμού.