Το εμβόλιο που χορηγείται στη μύτη, είχε δημιουργήσει ελπίδες ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικό όσον αφορά την αποτροπή μετάδοσης του ιού.
Το Πανεπιστήμιο ανακοίνωσε ότι το ρινικό εμβόλιο – που είναι μια τροποποιημένη εκδοχή του γνωστού συμβατικού εμβολίου των δύο συνεργαζόμενων φορέων – πυροδότησε αντισώματα σε «μια μειονότητα των συμμετεχόντων» (χωρίς να δοθεί ακριβές ποσοστό), ενώ η συστημική ανοσιακή απόκριση που προκάλεσε, ήταν ασθενέστερη – με βάση τους βιοδείκτες του αίματος – σε σχέση με τα κανονικά ενέσιμα εμβόλια.
Τα ενδομυϊκά εμβόλια, αν και πολύ αποτελεσματικά κατά της σοβαρής νόσησης, παρέχουν περιορισμένη προστασία έναντι της πιθανότητας μόλυνσης, ενώ ένα ρινικό εμβόλιο θεωρητικά θα μπορούσε να μπλοκάρει πιο άμεσα τα εισπνεόμενα σωματίδια του ιού που καταλήγουν στους πνεύμονες.
Ο επικεφαλής ερευνητής του Ινστιτούτου Jenner της Οξφόρδης δρ Σάντι Ντάγκλας παραδέχτηκε ότι το ρινικό εμβόλιο στις δοκιμές φάνηκε κατώτερο του αναμενομένου. «Πιστεύουμε ότι η χορήγηση των εμβολίων στη μύτη και στους πνεύμονες παραμένει μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση, όμως η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι πιθανώς θα υπάρχουν δυσκολίες στη δημιουργία ενός ρινικού σπρέι ως αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης».
Πρόσθεσε ότι πιθανώς αυτό οφείλεται στο ότι το μεγαλύτερο μέρος του σπρέι-εμβολίου καταλήγει να καταπίνεται και να καταστρέφεται στο στομάχι, αντί να εισέρχεται στους πνεύμονες.
Στο μέλλον θα εξεταστεί κατά πόσο είναι δυνατό το ρινικό εμβόλιο να περιέχει υψηλότερες συγκεντρώσεις συστατικών που θα του επιτρέπουν να προσκολλάται στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα αντί να καταπίνεται.
Δεν διαπιστώθηκαν πάντως παρενέργειες ή ζητήματα ασφάλειας σε αυτή την πρώτη δοκιμή φάσης 1. Τουλάχιστον άλλα δέκα ρινικά εμβόλια βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης και δοκιμών, ενώ η Ινδία και η Κίνα έχουν ήδη δώσει έγκριση σε δύο τέτοια εμβόλια, των εταιρειών τους Bharat Biotech και CanSino Biologics αντίστοιχα, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και τους Financial Times.