Για μία περίοδο η προτιμήσεις τους έκλιναν προς το «γουάτμποξ» (Whatbox), σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Σίλικον Βάλεϊ, Στίβεν Λεβί και το βιβλίο του για την ιστορία της Google. Κάποια στιγμή όμως αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον συγκάτοικο του Πέιτζ ο όρος «Googol», η μαθηματική ονομασία για το 10100 – κάτι που άρεσε στον Πέιτζ.
Λέγεται ότι ο συγκάτοικος του Πέιτζ πληκτρολόγησε κάνοντας ένα μικρό ορθογραφικό λάθος – Google – στην αναζήτηση για τα διαθέσιμα ονόματα ιστοσελίδων. Το Google.com ήταν ακόμη διαθέσιμο και ο Πέιτζ το έκανε δικό του. Το ημερολόγιο έγραφε 15 Σεπτεμβρίου 1997.
Χρειάστηκε σχεδόν ένας χρόνος μέχρι να καταχωρηθεί η Google ως εταιρεία στις 4 Σεπτεμβρίου 1998. Η αποστολή της; Να οργανώσει όλες τις πληροφορίες του κόσμου και να τις καταστήσει προσιτές σε όλους. Η αρχική δέσμευση της εταιρίας ήταν «μην κάνεις κακό» (Don't be evil).
Οι καλοθελητές της Google και τα πνευματικά δικαιώματα σε σύγκρουση
Ήδη κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων λειτουργίας της Google έγινε σαφές ότι οι φιλοδοξίες των ιδρυτών της εταιρείας δεν περιορίζονται απλώς στη διαδικτυακή αναζήτηση. Με το βλέμμα στραμμένο στον αρχικό στόχο, να οργανώσει όλες τις πληροφορίες του κόσμου, άρχισε η ηλεκτρονική καταχώρηση βιβλίων.
Ήταν και η πρώτη σύγκρουση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι ιδρυτές – παρά τις καλές προθέσεις τους: Συγγραφείς και εκδότες θεώρησαν ότι με την κίνηση της Google παραβιάζονται τα πνευματικά τους δικαιώματα και κινήθηκαν νομικά εναντίον της. Μία κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση στην πρόοδο που σημείωσε στην αρχή η υπηρεσία GoogleBooks.
Και οι συγκρούσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Μεγάλα ΜΜΕ κατηγόρησαν την Google ότι καταστρέφει τις επιχειρήσεις τους με τη δωρεάν πρόσβαση στο υλικό τους. Μάλιστα, μετά τις πρώτες αντιδράσεις στην Ευρώπη, πολιτικοί και στις ΗΠΑ, από το Ρεπουμπλικανικό, αλλά και το Δημοκρατικό κόμμα, έχουν βάλει στο στόχαστρο την εταιρεία εξαιτίας του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθενται και οι φόβοι σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. «Μήπως η Google γνωρίζει πιο πολλά από όσα θα έπρεπε για τους χρήστες της;» αναρωτιέται η Deutsche Welle.