Σύμφωνα με τη δικογραφία που σχηματίστηκε εναντίον τους, οι δύο ένστολοι της ΔΙΑΣ κατηγορούνται πως βίασαν τη νέα γυναίκα μέσα σε δωμάτιο του αστυνομικού τμήματος που την είχαν οδηγήσει, χωρίς να αποκλείεται η καταγραφή του περιστατικού από κάμερες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι άνδρες της ΔΙΑΣ φέρεται να ζήτησαν από τη 19χρονη στον σταθμό του ΗΣΑΠ στο Θησείο, να τους συναντήσει στο τμήμα της Ομόνοιας. Όταν η 19χρονη πήγε στο τμήμα, τρεις αστυνομικοί φέρονται να της πρότειναν να την ξεναγήσουν στο τμήμα.
Η καταγγέλλουσα ανέφερε ότι την οδήγησαν σε χώρο που λειτουργεί ως αποδυτήρια, όπου δύο αξιωματικοί την βίασαν. Η γυναίκα φέρεται να ήταν ήδη τραυματισμένη από την κακοποίηση του πρώτου, όταν ο δεύτερος προχώρησε στον βιασμό της εκ νέου.
Αρνούνται τις κατηγορίες βιασμού
Οι αστυνομικοί αρνούνται τις βαρύτατες κατηγορίες περί βιασμού κάνοντας λόγο για «πρόσκληση από τη 19χρονη». Σύμφωνα με ανακοίνωση του συνηγόρου ενός εκ των δύο κατηγορουμένων Αλέξη Κούγια, η 19χρονη «μόνη της εισήλθε στο Τμήμα» και μόνη της πήγε στα αποδυτήρια όπου «προσκάλεσε διαδοχικά τον έναν αστυνομικό ..και ακολούθως τον άλλον». Κατά τον ίδιο συνήγορο, η ιατροδικαστική έκθεση «δεν διαπιστώνει μώλωπες» και το θύμα κατήγγειλε το γεγονός «τρεις ημέρες μετά».
«Ανταποκρίθηκα από φόβο, βρισκόμουν σε σοκ»
Στην κατάθεσή, η γυναίκα περιγράφει πως, στο Θησείο, τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης, «πάνω στη συζήτησή μας μου είπαν ότι περίπου στη 1 θα τελείωνε η βάρδιά τους και να πηγαίναμε στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας για να γνωριστούμε καλύτερα».
«Θυμάμαι που μου είπαν να καθίσουμε σε καφετέρια που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο τμήμα, η οποία ήταν κλειστή λόγω ώρας και συζητούσαμε. Έπειτα μου πρότειναν να με ξεναγήσουν στους χώρους του κτιρίου που βρισκόταν το τμήμα. Συμφώνησα και με οδήγησαν μετά τη σκοπιά στην είσοδο, δεξιά στον χώρο του ισογείου, και αφού κατεβήκαμε κάτι σκαλάκια, φτάσαμε σε ένα δωμάτιο που είχε μια πόρτα η οποία δεν έκλεινε και στο εσωτερικό υπήρχε μόνο ένα μεταλλικό τραπέζι» συνέχισε την περιγραφή στην κατάθεσή της η 19χρονη.
«Μπήκα στο δωμάτιο μαζί με τους τρεις αστυνομικούς. Κάθισα ενώ εκείνοι στέκονταν όρθιοι, και συνομιλούσαμε. Τότε ο (...) είπε να σας αφήσω μόνους με τα παιδιά και έφυγε γνωρίζω πού πήγε. Έπειτα έφυγε και ο (...) πάλι με το πρόσχημα να μας αφήσει μόνους (...) ο τελευταίος χωρίς να μου πει κάτι ξεκίνησε να με φιλάει στο στόμα και εγώ, παρότι στην αρχή δεν ανταποκρίθηκα, στη συνέχεια από φόβο ανταποκρίθηκα και εγώ και τον φίλησα. Μετά έβγαλε τη ζώνη και το όπλο του. Βρισκόμουν σε σοκ, δεν μπορούσα να μιλήσω».