Η Λίντα Τέιλορ ήταν συντετριμμένη όταν ο ιδιοκτήτης της της είπε ότι είχε δύο μήνες για να εκκενώσει το σπίτι στη Μινεάπολη, το οποίο ...αποκαλούσε περήφανα σπίτι της για σχεδόν δύο δεκαετίες.
«Ένιωσα ότι έχανα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου», δήλωσε η 70χρονη στην Washington Post. «Το σπίτι μου σημαίνει τα πάντα για μένα». Η Τέιλορ αποκάλυψε ότι, αν και αρχικά αγόρασε το σπίτι το 2004, υπέγραψε να γυρίσει πίσω στον προηγούμενο ιδιοκτήτη όταν άρχισε να καθυστερεί τις πληρωμές, πέφτοντας θύμα μιας συμφωνίας που όπως είπε «δεν καταλάβαινα». Από τότε νοίκιαζε το σπίτι για περίπου 15 χρόνια.
Φέτος, ο ιδιοκτήτης της Tέιλορ, Γκρεγκ Μπερέντ -ο οποίος αγόρασε το σπίτι στη γειτονιά Powderhorn Park, το 2006, αφού ο προηγούμενος ιδιοκτήτης συνελήφθη για ένα σύστημα απάτης με υποθήκες που αριθμούσε περισσότερα από 45 σπίτια, συμπεριλαμβανομένου και του δικού της- της έστειλε μια απροσδόκητη ειδοποίηση, ζητώντας της να μετακομίσει από το σπίτι μέχρι την 1η Απριλίου. Σχεδίαζε να πουλήσει το ακίνητο και ζητούσε 299.000 δολάρια- ένα ποσό που η Τέιλορ δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν μπορούσα να φάω», είπε. «Ένιωσα πραγματικά ηττημένη». Η Τέιλορ, η οποία ζει μόνη της στο σπίτι με τα δύο υπνοδωμάτια, εργαζόταν σε έναν τοπικό, μη κερδοσκοπικό οργανισμό για σχεδόν τρία χρόνια πριν απολυθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Μέσα σε όλα αυτά, ο Μπερέντ αύξησε το ενοίκιο δύο φορές και άφησε ζητήματα επισκευών και συντήρησης να παραμένουν.
Παρά την απώλεια του μισθού της, συνέχισε να πληρώνει το ενοίκιο -περίπου 1.400 δολάρια το μήνα- χρησιμοποιώντας τις αποταμιεύσεις της, χρήματα από την οικογένειά της και κυβερνητικές επιδοτήσεις όπως το RentHelpMN, ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να βοηθήσει τους κατοίκους της Μινεσότα που κινδυνεύουν να χάσουν τη στέγη τους. Έτσι, όταν ο Μπερέντ της είπε ότι θα της έκανε έξωση αν δεν αγόραζε το σπίτι ή δεν έφευγε, ήταν σαν να «έπεσε ένας τεράστιος βράχος πάνω μου», είπε η Tέιλορ. Παρά την αγωνία της, ήταν αποφασισμένη να παλέψει για το σπίτι της. «Θα κάνω κάτι γι’ αυτό», θυμάται η Τέιλορ να λέει στον εαυτό της. «Αυτό είναι το σπίτι μου».
Έτσι μοιράστηκε τα προβλήματά της με τον γείτονά της, τον Άντριου Φάλστρομ, ο οποίος εργάζεται στον τομέα των δικαιωμάτων στέγασης. Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει μια δυνατή σχέση από τότε που μετακόμισε στη γειτονιά πριν από έξι χρόνια. «Ήταν πάντα εκείνη που χαιρετούσε τους πάντες στη γειτονιά», δήλωσε ο Φάλστρομ. Δεδομένης της δουλειάς του, ο 41χρονος γνώριζε ότι ο αγώνας της Τέιλορ δεν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση. «Τόσοι πολλοί άνθρωποι χάνουν τη στέγη τους αυτή τη στιγμή», είπε, αναφερόμενος στο πώς η τοπική αγορά ακινήτων έχει εκτοξευθεί στα ύψη τα τελευταία χρόνια. «Αν πραγματικά πιστεύουμε ότι η στέγαση είναι δικαίωμα, τότε πρέπει να ενεργήσουμε έτσι ώστε να μην υπάρχει ούτε ένας χωρίς στέγη».
Ο Φάλστρομ ήρθε σε επαφή με άλλους γείτονες για να δει τι μπορούσαν να κάνουν για να βοηθήσουν την Τέιλορ. Η είδηση της εκστρατείας τους διαδόθηκε σύντομα σε όλο το τετράγωνο και άπαντες ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. «Ήταν μια τόσο ξεκάθαρα άδικη ιστορία που όλοι συσπειρώθηκαν υπέρ της… Πρόκειται για ένα άτομο που πλήρωνε για στέγαση επί 18 χρόνια. Πρέπει να υπάρξει ουσιαστική συστημική παρέμβαση, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να παραμείνουν στα σπίτια τους».
Η κοινότητα του Powderhorn Park, η οποία ήταν καλά οργανωμένη για να κινητοποιηθεί υπέρ της Τέιλορ ήταν αποφασισμένη. «Έχουμε μια ενεργή τοπική ομάδα γειτονιάς επειδή βρισκόμαστε σε απόσταση δύο τετραγώνων από την πλατεία Τζορτζ Φλόιντ», εξήγησαν, προσθέτοντας ότι οι διαμαρτυρίες του 2020 για τη δολοφονία του Φλόιντ από αστυνομικό έφεραν την κοινότητα πιο κοντά. «Η υποδομή υπήρχε, η γραμμή επικοινωνίας υπήρχε, οι σχέσεις της γειτονιάς υπήρχαν». Τον Φεβρουάριο, οι διοργανωτές έστειλαν επιστολή στον Μπερέντ, υπογεγραμμένη από περίπου 400 γείτονες, με την οποία τον προέτρεπαν να ακυρώσει την έξωση.
Οι προσπάθειές τους είχαν κάποια αποτελέσματα, καθώς ο φιλόδοξος ιδιοκτήτης δήλωσε ότι η Τέιλορ θα μπορούσε να συνεχίσει να νοικιάζει δίνοντάς της παράλληλα την ευκαιρία να αγοράσει το σπίτι μέχρι τις 30 Ιουνίου. Μείωσε επίσης την τιμή πώλησης στα 250.000 δολάρια – η οποία, δυστυχώς, εξακολουθούσε να είναι απρόσιτη για την ενοικιάστρια. «Τότε ξεκίνησε μια προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων», δήλωσε ο Φάλστρομ. Η Τζούλια Ίγκλς, μια άλλη γειτόνισσα της Τέιλορ, ανέλαβε τη συγκέντρωση των χρημάτων για το σπίτι. «Όλοι μαζί, συλλογικά, θα κάναμε ό,τι χρειαζόταν για να κρατήσουμε τη Λίντα εδώ. Τόσοι πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν και αγαπούν αυτή τη γυναίκα».
Τα μέλη της κοινότητας προσπάθησαν με κάθε τρόπο να συγκεντρώσουν χρήματα για να μπορέσει η Τέιλορ να αγοράσει το σπίτι της. Από τη διοργάνωση ενός πάρτι μέχρι μια έκθεση τέχνη -στην οποία η Τέιλορ, που της αρέσει η ζωγραφική, πούλησε μερικά από τα έργα της- και τη δημιουργία εκστρατειών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και μιας σελίδας συγκέντρωσης χρημάτων -δεν άφησαν καμία πέτρα που δε γύρισαν ανάποδα. Η μεγαλύτερη δωρεά, ύψους 200.000 δολαρίων, προήλθε από την τοπική εκκλησία ολοκληρώνοντας την προσπάθεια.
Μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες, η κοινότητα συγκέντρωσε 275.000 δολάρια για την Τέιλορ, ποσό που είναι αρκετό για να αγοράσει το σπίτι της και να καλύψει τις επισκευές.
«Ήξερα ότι οι γείτονές μου με αγαπούσαν, αλλά δεν ήξερα πόσο πολύ», είπε η Τέιλορ, η οποία είναι γνωστή για τη μικρή δωρεάν βιβλιοθήκη στον κήπο της και την τακτική εθελοντική εργασία της στην κοινότητα. Στις 31 Μαΐου -ένα μήνα νωρίτερα από την προθεσμία του ιδιοκτήτη της- η Τέιλορ έκλεισε το σπίτι της, καθιστώντας το επιτέλους δικό της μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες. «Όταν είναι δικό σου, σου δίνει ένα διαφορετικό συναίσθημα», δήλωσε η Τέιλορ. «Είμαι ασφαλής, είμαι σίγουρη και έχω ένα σπίτι… Είμαι εδώ για να βοηθήσω το επόμενο άτομο και το επόμενο άτομο και το επόμενο άτομο».