Latest News

Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Έμειναν τα ισόβια στον αγγειοχειρουργό για τη δολοφονία της 36χρονης μεσίτριας – «Καμία απόφαση δεν μπορεί να την φέρει πίσω»

 Έμειναν τα ισόβια για τον 43χρονο ειδικευόμενο αγγειοχειρουργό, ο οποίος κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενος για τη δολοφονία της 36χρονης ασθενούς του, τον... Απρίλιο του 2017, μέσα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.

Το Δικαστήριο, με ομόφωνη απόφαση, τον έκρινε ένοχο για «ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, τελεσθείσα διά παραλείψεως», χωρίς να τού αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Μετά την ετυμηγορία, ο κατηγορούμενος γιατρός επέστρεψε στις φυλακές.

Η 36χρονη μεσίτρια, μητέρα τριών παιδιών, είχε επισκεφθεί το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο σε ημέρα γενικής εφημερίας για να υποβληθεί σε θεραπεία αφαίρεσης κιρσών από τα πόδια. Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο 43χρονος την οδήγησε σε εγκαταλελειμμένο χώρο του Νοσοκομείου, όπου της χορήγησε δύο ισχυρά αναισθητικά φάρμακα, τα οποία δεν ήταν απαραίτητα για τέτοιου είδους επεμβάσεις. Τα αναισθητικά φαίνεται να προκάλεσαν στη γυναίκα άπνοια και αναπνευστική καταστολή, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός της. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος -πάντα κατά τη δικογραφία- αντί να καλέσει σε βοήθεια, «φόρτωσε» την 36χρονη στο αυτοκίνητό του και την οδήγησε στη Χαλκιδική, πετώντας τη σορό της σε γκρεμό, στην περιοχή του Παλιουρίου, όπου βρέθηκε τα επόμενα 24ωρα σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Από την πρώτη στιγμή, οι αστυνομικές Αρχές τον θεώρησαν ύποπτο, καθώς ήταν ο τελευταίος που εμφανιζόταν να έχει επικοινωνία με την γυναίκα. Δεν ήταν, όμως, μόνο οι τηλεφωνικές επικοινωνίες που τον «πρόδωσαν», αλλά και το gps στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου, το οποίο αποτύπωνε όλη τη διαδρομή που ακολούθησε από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική, ενώ -επιπλέον- στο αυτοκίνητό του βρέθηκε βιολογικό υλικό της θανούσας.

Στην απολογία του, ο 43χρονος επιχείρησε να πείσει τους δικαστές ότι επρόκειτο για ιατρικό λάθος κι ότι δεν είχε καμία ανθρωποκτόνο πρόθεση. «Ήταν ένα τραγικό ιατρικό λάθος, για το οποίο λυπάμαι πάρα πολύ. Δεν είχα καμία πρόθεση να την σκοτώσω», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Για την υπόθεση το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης επιδίκασε στους συγγενείς της 36χρονης αποζημίωση, ύψους 700.000 ευρώ, για ψυχική οδύνη.

«Νιώθουμε δικαιωμένοι. Βέβαια, καμία ποινή, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν μπορεί να φέρει πίσω μία σύζυγο, μία μητέρα που άφησε πίσω τρία παιδιά, μία μοναχοκόρη», ανέφερε σε δηλώσεις του ο σύζυγος της 36χρονης.

«Η απόφαση αυτή, θέλω να πιστεύω ότι έστειλε ένα αυστηρό τιμαριωτικό μήνυμα σε όλους όσους προτάσσουν την επαγγελματική τους ιδιότητα και το λευκό τους κολάρο, ως αποκλειστικό τεκμήριο της αθωότητάς τους. Ο κατηγορούμενος, ο δολοφόνος, προσπάθησε μάταια να παραπλανήσει το δικαστήριο το οποίο, όμως, παρέμεινε στο ύψος του και με την απόφασή του αυτή μας δικαίωσε», τόνισε και ευχαρίστησε τον κόσμο για την συμπαράσταση.

«Θέλω να ευχαριστήσω τους αστυνομικούς του τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Θεσσαλονίκης και να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, καθώς κατάφεραν με πάρα πολλές προσπάθειες, μέσα στο «λιοπύρι» του Μαΐου του 2017, να εντοπίσουν την γυναίκα μου που ο δολοφόνος την είχε καταβαραθρώσει στις σκοτεινές χωματερές της Χαλκιδικής, καταβαραθρώνοντας βέβαια μαζί και το ιατρικό του λειτούργημα, για το οποίο καθημερινά κοπιάζουν χιλιάδες γιατροί για να το τιμήσουν», ανέφερε.

«Η δικαιοσύνη έχει αποδοθεί και μπράβο στο δικαστήριο. Ευχαριστώ όλους όσους συμπαραστάθηκαν στην οικογένειά μας. Χάσαμε έναν πολύ αγαπημένο άνθρωπο τον οποίο δεν θα φέρει κανένας πίσω. Άκουσα όσα είπε ο κατηγορούμενος. Είναι απαράδεκτος και θα παραμείνει στην φυλακή, εκεί που ήταν και εκεί που πρέπει να είναι. Καμία απόφαση δεν φέρνει πίσω την μητέρα μας», δήλωσε ο 22χρονος γιος της 36χρονης.

Σύμφωνα με τη δικηγόρο της οικογένειας, Κική Πακιρτζίδου, «ο κατηγορούμενος ήταν κυνικός, αμετανόητος και ψυχρός. Ένας γιατρός, που δεν έχει στα παγκόσμια χρονικά προηγούμενο, όταν φτάνει στο σημείο να πετάει στα σκυλιά μία ασθενή από δημόσιο νοσοκομείο, δυστυχώς δεν υπάρχει δρόμος και περίπτωση να επιστρέψει στην κανονικότητα. Το δικαστήριο το κατάλαβε και εφάρμοσε την ποινή αναλογικά που του άξιζε με το αδίκημα που έκανε. Μάλιστα, στο τέλος η πρόεδρος του δικαστηρίου επισήμανε στον κατηγορούμενο, ότι με την απολογία τους δεν βοήθησε το δικαστήριο να διαγνώσει ότι είχε μετανιώσει και ότι είχε διαισθανθεί τι ακριβώς είχε κάνει».