Η γιατρός, ψυχίατρος, ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια, Άλκηστις Ηγουμενάκη, κατέθεσε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο τα συμπεράσματά της από τη μελέτη της δικογραφίας και το διαφαινόμενο ψυχολογικό προφίλ του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, κάνοντας λόγο για... «αίσθημα μεγαλείου και έλλειψη ενσυναίσθησης».
Η μάρτυρας, η οποία έχει προταθεί από την πολιτική αγωγή, αναφέρθηκε σε στοιχεία «έπαρσης και κτητικότητας» που εντοπίζονται στον κατηγορούμενο, ο οποίος, κατά την άποψή της, φέρει πολλά χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικής ή αντικοινωνικής διαταραχής, που μπορεί να οδηγήσουν σε εκρήξεις θυμού.
«Υπάρχει έπαρση και ναρκισσιστική διαταραχή, δηλαδή προκύπτει ένα αίσθημα μεγαλείου από τον έλεγχο της σχέσης αλλά και έλλειψη ενσυναίσθησης. Το βλέπουμε όταν δολοφονεί τη μητέρα του παιδιού του χωρίς να ενδιαφερθεί για το ότι θα πονέσει το παιδί του, όταν τοποθετεί το παιδί δίπλα στο άψυχο σώμα της μητέρας. Είναι μία πολύ βάρβαρη κίνηση που συναντάμε στους πολέμους. Τα μωρά έχουν οπτικά και δερματικά ερεθίσματα. Όταν σκοτώνει τον σκύλο, γιατί το ζώο ήταν και του παιδιού. Το βλέπουμε, επίσης, από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη μητέρα της Κάρολαϊν, πώς την προσεγγίζει στην κηδεία. Μια μάνα που πονάει την προστατεύουμε, δεν τη βάζουμε να πληρώνει φέρετρα. Το βλέπουμε, επίσης, από τον τρόπο που κρατάει το παιδί στην κηδεία, 9 μηνών, για τέσσερις ώρες σε μία κηδεία που, απ’ ότι ενημερώθηκα, το φέρετρο άνοιξε κάποια στιγμή. Δεν χρειαζόταν να είναι εκεί», τόνισε η μάρτυρας.
Όπως σημείωσε, όλα αυτά τα στοιχεία δηλώνουν ψυχοπαθητική προσωπικότητα: «Επίσης, βλέπουμε μια αναζήτηση του θαυμασμού των άλλων. Βρήκε μια ανήλικη κοπέλα, πετούσε με το ελικόπτερο πάνω από το σχολείο. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα που ψάχνει ένας άνθρωπος για να φτιάξει μια σοβαρή σχέση».
Η μάρτυρας μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο ο 34χρονος αντιμετώπισε την απόρριψη και την πρόθεση της γυναίκας του να χωρίσουν.
Πρόεδρος: Το αίσθημα της απόρριψης μπορεί να πυροδοτήσει επιθετικότητα σε σημείο ανεξέλεγκτο, έχει την ίδια ικανότητα να τιθασεύσει τα συναισθήματά του;
Μάρτυρας: Μπορεί κάποιος να το χειριστεί αν το επιθυμεί. Μπορεί να το ελέγξει, αλλά υπάρχει η τάση εκδίκησης. Το μέγεθος της εκδίκησης εναλλάσσεται.
Κατά τη γνώμη της ψυχιάτρου, δεν διακρίνεται πανικός από τον κατηγορούμενο, αλλά μόνο χειρισμός ακόμη και με το κοριτσάκι του. «Βλέπω την τάση να χρησιμοποιεί το παιδί. Είναι κακοποίηση να το βάζει πάνω στην άψυχη μητέρα και να κάθεται τέσσερις ώρες στην κηδεία της. Το παιδί αντιλαμβάνεται κάτι. Η σκέψη είναι: “Δεν με ενδιαφέρει αν πονάει. Δεν με ενδιαφέρει αν το παιδί καίγεται από τον ήλιο, είναι η προέκταση μου, είναι δικό μου, μου, μου. Δεν με ενδιαφέρει”. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Λείπει απόλυτα το συναίσθημα. Πουθενά, ούτε για τη γυναίκα του ούτε για το παιδί του ούτε για το σκύλο», είπε η μάρτυρας.
Όσον αφορά την Καρολάιν, η μάρτυρας ανέφερε πως εντοπίζει στοιχεία κατάθλιψης, φαινόμενο που -όπως επεσήμανε- είναι συχνό σε νέες μητέρες που δεν έχουν υποστήριξη.
Πρόεδρος: Για την προσωπικότητά της τι μπορείτε να πείτε;
Μάρτυρας: Είχε αρχίσει να νιώθει την πίεση αλλά είχε αδυναμία στο να αντιμετωπίσει την κρίση. Αν μπορούσε να μιλήσει με κάποιους ανθρώπους, στη μητέρα της, στους φίλους της, ίσως να είχε προστατευθεί, να βοηθηθεί. Φοβόταν να κάνει αυτό το βήμα.
Πρόεδρος: Γιατί δεν τα έλεγε πουθενά, πιστεύετε;
Μάρτυρας: Θεωρώ ότι οι γονείς της δεν συμφωνούσαν με τη σχέση. Απλά την επέτρεψαν. Γι’ αυτό και είχε δισταγμό…
Πρόεδρος: Αυτό πού το ξέρετε;
Μάρτυρας: Μου το είπε η μητέρα της Καρολάιν. Θεωρούσαν ότι είναι πολύ μικρή, ότι δεν είναι έτοιμη για τέτοια. Για αυτό τα έκρυβε από τους γονείς της και παντρεύτηκε κρυφά στην Πορτογαλία. Δεν το ήθελαν ακόμα, δεν είχαν κάτι κατά του κατηγορουμένου. Φαντάζομαι ότι αυτός ήταν ο λόγος που η Κάρολαϊν δεν ήθελε να μιλήσει.
Στην αρχή της διαδικασίας η υπεράσπιση κατέθεσε ένσταση στο δικαστήριο με στόχο να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση της μάρτυρα Ελένης Μυλωνοπούλου, καθώς, όπως αναφέρουν οι συνήγοροι του δράστη, δεν έχει την ιδιότητα της ψυχολόγου και δεν μπορεί να ερμηνεύσει συμπεριφορές, ενώ έχει υποπέσει σε αντιφάσεις.