«Το βιβλίο μου (σσ. «Ο έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου»/ εκδόσεις Διόπτρα) το έχω αφιερώσει στον μπαμπά μου, που είχε μαράζι με την πάρτη μου που δεν ήμουν όπως εκείνος φανταζόταν τα κανονικά, ας το πούμε, παιδιά. Είχε κάτι άλλο στο μυαλό του για μένα, με πολύ υψηλές προσδοκίες για πολύ σοβαρά πράγματα, όπως τα εκλάμβανε τότε η κοινωνία», λέει και αποκαλύπτει: «Με βάραινε πολύ αυτό. Δεν ξέρω αν το βάρος έφυγε με το βιβλίο, γιατί δεν έχω ακόμα προλάβει να καταλάβω τα συναισθήματα, δεν έχουν μπει σε μια σειρά».
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου εξηγεί πως ο πατέρας της ήταν υπέρμαχος των καλλιεργημένων γυναικών και ταυτόχρονα και κατά του γάμου. «Κι εγώ τώρα τα καταλαβαίνω. Όταν άκουγε πως παντρευόταν καμιά ξαδέλφη μου, μαράζωνε. Έλεγε “πάει το κορίτσι”. Αυτό γράφτηκε μέσα μου τελικά», εξηγεί.
«Έχω ζήσει τον έρωτα με όλους τους παλμούς και τις δονήσεις, όλο αυτό που μαζεύονται οι φίλοι και μιλάνε για τους έρωτες και την καψούρα τους και οι σχολές μένουν πίσω, τα βιβλία μένουν αδιάβαστα… Είναι μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων αυτή, παλιότερα νόμιζα πως είμαι μόνη μου εγώ, μια τρελή μέσα στο σύμπαν, αλλά είναι πολλά παιδιά που τρώνε έτσι τα χρόνια τους, με τις καψούρες, αναλύουν πάρα πολύ όλα αυτά που ζουν μέσα από έναν άντρα, μια γυναίκα, ενώ πίσω περιμένουν όλα τα υπόλοιπα», δηλώνει.
«Οι απαράδεκτοι» και η προτάσεις για πρωινό
«Νιώθω πως σήμερα δεν υπάρχουν οραματιστές. Όταν έγιναν “Οι απαράδεκτοι” υπήρχε όραμα. Και δεν λέω για μας, αλλά για τους πιο πάνω. Όπως ο Γιώργος και η Φρόσω Ράλλη, που ήταν οι παραγωγοί. Τώρα νιώθω πως δεν υπάρχει όραμα και η πίστη πως έχουμε κάτι “ταξιδέψιμο”. Λέμε “πάμε να κάνουμε αυτό το σίριαλ που θα χτυπήσει το άλλο που πήγε καλά. Τι συνταγή είχε το άλλο που πήγε καλά;” Αυτό θα κάνουμε. Ξεκάθαρα αυτός είναι ο λόγος που δεν κάνω τηλεόραση».
Σου έχουν προτείνει να παρουσιάσεις πρωινό πρόγραμμα και αρνήθηκες – κάπου, μάλιστα, διάβασα πως η μαμά σου σου είχε πει «άσ’ το, παιδάκι μου, πού να ξυπνάς πρωί;».
Μου έχουν προτείνει να κάνω πρωινό 2-3 φορές κιόλας. Κι η μαμά μου μου είχε πει «δεν είναι για σένα, παιδί μου». Μάλιστα, όταν της είπα τι χρήματα έδιναν, το βρήκε συγκλονιστικό, αλλά ακόμα και τότε μου είχε πει κάτι τύπου «δεν είναι το παν τα λεφτά». Ήταν και Αλεξανδρινή η μαμά μου και ήταν κατά βάθος λίγο σνομπαρία. Δεν θα ήθελε και πολύ να με δει σε κάτι τέτοιο, πέρα από το να ξυπνάω πρωί, που παιδί της ήμουν και κάτι ήξερε.
Είχες την πολυτέλεια να λες «όχι» σε πράγματα που δεν σου ταίριαζαν;
Δεν είχα την οικονομική πολυτέλεια, αλλά είχα την ψυχική πολυτέλεια να πω «δεν το κάνω, ρε φίλε, κι ας μην πάρω αυτοκίνητο». Έτσι είμαι γενικά ως άνθρωπος και στις επιλογές μου για παρέες. Θα κάνω αυτό που βγαίνει από μέσα μου. Με τα φράγκα ήμουν πάντα «ΟΚ, δεν βαριέσαι, δεν θα τρελαθούμε κιόλας».
Πώς εισπράττεις όλο αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια, πόλεμο, φόβο, βία, φρικτά εγκλήματα, κοινωνιοπάθεια;
Καταρχάς, δεν νιώθω καθόλου ωραία. Κατά τη γνώμη μου, συμβαίνουν δύο σοβαρά πράγματα. Το ένα είναι πως οι ειδήσεις λατρεύουν το μαύρο, οπότε κάνουν focus σε αυτό. Μιλούν για πραγματικά γεγονότα, αλλά με μια εγκληματολαγνεία που το φουντώνει όλο αυτό.
Μετά από μια έρευνα που έχω κάνει, η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως ο κόσμος ασυνείδητα έχει ταυτιστεί με τους κακούς ήρωες από το σινεμά και το Netflix. Γιατί δυστυχώς ο άλλος, ο καλός ήρωας, ο Σπάιντερμαν, ήταν και λίγο μαλάκας. Ο κακός ήρωας, λοιπόν, με τα χρόνια έχει γίνει μεγάλο πρότυπο. Ήρθε και η καραντίνα που βοήθησε να βγει στην επιφάνεια ένας εαυτός νοσηρός κι αυτό πυροδοτήθηκε από το πρότυπο του κακού ήρωα που έχει καλλιεργηθεί από τη μυθοπλασία.Η υπόθεση της Πάτρας, για παράδειγμα, είναι μια υπόθεση πολύ σοβαρή, αλλά υπάρχει και ένα κοινό που τρελαίνεται με αυτή, οπότε «δώσε στον λαό αρρώστια». Το τραβάνε από τα μαλλιά γιατί βλέπουν ανταπόκριση. Παράλληλα, δεν υπάρχει κανένα focus γύρω από θετικά και δημιουργικά πράγματα ώστε να καλλιεργηθεί και ένα target group που να γουστάρει την ομορφιά.
Δυστυχώς πουλάει πολύ ο κακός, αρρωστημένος ψυχισμός. Είτε πρόκειται για ήρωες μυθοπλασίας στο Netflix είτε για αληθινούς κακούς που προβάλλονται μέσα από την ειδησεογραφία, γιατί ο κακός είναι αυτός που ανεβάζει την αδρεναλίνη και σε κάνει να νιώθεις μέσα σου πιο τακτοποιημένος και πιο καλός άνθρωπος. Το δικό σου πρόβλημα μηδενίζει εκείνη την ώρα μπροστά στο τέρας που βλέπεις και η δική σου ζωή, που από πριν μπορεί να μην σε ικανοποιούσε, αρχίζει και φαίνεται μέχρι και νόστιμη. Αν τώρα ένας τέτοιος αρρωστημένος τύπος δεν είναι απλά ήρωας σε σειρά, αλλά είναι αληθινός, κάποιος που θα μπορούσε να μένει στο απέναντι σπίτι, είναι ακόμα πιο «κόλλημα».
Το χιούμορ πού βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά; Έχει χάσει λίγο τον χώρο του;
Έχει χάσει τελείως τον χώρο του. Καταρχάς, στην Ελλάδα έχει εξαφανιστεί το ελληνικό χιούμορ γιατί υπάρχει το αμερικάνικο. Η κωμωδία είναι ένα υποτιμημένο είδος – και μάλλον καλά κάνει, γιατί δεν είναι πολύ ωραίο αυτό που βλέπουμε τελευταία ως κωμωδία. Έτσι ως είδος εκφυλίζεται.
Μήπως το ότι γίναμε και πολύ political correct δεν μας αφήνει πια να κάνουμε χιούμορ; Δεν μπορείς να κάνεις πλάκα με τίποτα που μπορεί να προσβάλει κάποιον.
Εγώ το πέρασα αυτό γράφοντας επιθεώρηση, αλλά μετά το ξεπέρασα. Δεν στάθηκα εκεί γιατί θα τρελαινόμουν. Στάθηκα στο τι θίγει εμένα ως άνθρωπο, άκουσα το ένστικτό μου, δεν είπα «αυτό δεν το γράφω γιατί μπορεί να παρεξηγηθεί κάποιος». Έμεινα στο τι πραγματικά νιώθω πως είναι προσβλητικό.
Πέρασες φάση επανάστασης;
Χοντρή φάση. Τα απομυθοποίησα όλα. Και σε έναν βαθμό την περνάω ακόμα. Όταν λέω επανάσταση, δεν εννοώ να κάνεις καταλήψεις και να πετάς μολότοφ. Για μένα επανάσταση είναι να ακολουθείς την αλήθεια σου. Και δεν είναι απλό, γιατί είναι πολλοί οι πειρασμοί να φύγεις από τον εαυτό σου – κι εγώ για πλάκα φεύγω κάποιες φορές.
Και τι σε κάνει να επιστρέψεις;
Επιστρέφεις αν δεν βρίσκεις χαρά. Όταν πάω να ξεφύγω και να γίνω κάτι άλλο, αρχίζω και πιέζομαι, νιώθω πως κάτι πάει στραβά. Τότε επιστρέφεις.