Latest News

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Προσοχή: Τα γαλακτοκομικά προϊόντα συνδέθηκαν με πέντε τύπους καρκίνου – Οι δύο με ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό

 Τα συνολικά στοιχεία μέχρι σήμερα σχετικά με το εάν η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων επηρεάζει τον κίνδυνο καρκίνου δεν... ήταν συνεπή.

Μελέτες σε δυτικούς πληθυσμούς υποδεικνύουν ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορεί να σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου και υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του προστάτη. Αλλά δεν έχει βρεθεί σαφής σύνδεση για τον καρκίνο του μαστού, ή άλλους τύπους καρκίνου.

Αυτά τα αποτελέσματα, ωστόσο, μπορεί να μην είναι τα ίδια για μη δυτικούς πληθυσμούς. Σε αυτούς, οι ποσότητες και οι τύποι κατανάλωσης γαλακτοκομικών και η ικανότητα μεταβολισμού των γαλακτοκομικών προϊόντων διαφέρουν πολύ.

Για παράδειγμα, στην Κίνα υπάρχει πολύ μικρή κατανάλωση τυριού και βουτύρου. Η κατανάλωση γάλακτος και γιαουρτιού είναι επίσης πολύ χαμηλότερη από τους δυτικούς πληθυσμούς. Επιπλέον, οι περισσότεροι Κινέζοι ενήλικες δεν μπορούν να μεταβολίσουν σωστά τα γαλακτοκομικά προϊόντα λόγω έλλειψης λακτάσης, ενός βασικού ενζύμου για τη διάσπαση της λακτόζης του σακχάρου του γάλακτος.

Πώς έγινε η νέα έρευνα για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τον καρκίνο

Για να διαπιστωθεί εάν τα γαλακτοκομικά προϊόντα επηρεάζουν διαφορετικά τον κίνδυνο καρκίνου στους Κινέζους, ερευνητές από την Oxford Population Health, το πανεπιστήμιο του Πεκίνου και την Κινεζική Ακαδημία Ιατρικών Επιστημών του Πεκίνου, δημοσίευσαν στο BMC Medicine τα αποτελέσματα μιας νέας μεγάλης κλίμακας μελέτης. Συνέλεξαν δεδομένα από περισσότερους από 510.000 συμμετέχοντες στην μελέτη China Kadoorie Biobank.

Οι συμμετέχοντες (59% γυναίκες, 41% άνδρες), που προέρχονταν από δέκα γεωγραφικά διαφορετικές περιοχές σε όλη την Κίνα και συμμετείχαν στην μελέτη μεταξύ 2004 και 2008, δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό καρκίνου. Στην αρχή κάθε συμμετέχων (ηλικίας 30-79 ετών) συμπλήρωσε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με το πόσο συχνά κατανάλωνε διαφορετικά προϊόντα διατροφής, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών προϊόντων.

Οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν τους συμμετέχοντες σε τρεις ομάδες:

  1. τακτικούς καταναλωτές γαλακτοκομικών (τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα)
  2. μηνιαίους καταναλωτές γαλακτοκομικών (τουλάχιστον μία φορά τον μήνα)
  3. άτομα που δεν κατανάλωναν ποτέ, ή σπάνια κατανάλωναν γαλακτοκομικά προϊόντα

Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για περίπου 11 χρόνια. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από εθνικά μητρώα καρκίνου και θανάτων, καθώς και αρχεία ασφάλισης υγείας για να εντοπίσουν νέες διαγνώσεις καρκίνου. Συμπεριλήφθηκαν τόσο θανατηφόρα όσο και μη θανατηφόρα συμβάντα.

Οι αναλύσεις δεδομένων έλαβαν υπόψη μια σειρά άλλων παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο καρκίνου, όπως:

  • ηλικία
  • φύλο
  • περιοχή διαμονής
  • οικογενειακό ιστορικό καρκίνου
  • κοινωνικοοικονομικής κατάστασης (δηλαδή εκπαίδευση και εισόδημα)
  • παράγοντες του τρόπου ζωής (π.χ. κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα, σωματική δραστηριότητα, κατανάλωση σόγιας και πρόσληψη φρέσκων φρούτων)
  • δείκτη μάζας σώματος
  • χρόνια μόλυνση από τον ιό της ηπατίτιδας Β (για καρκίνο του ήπατος)
  • γυναικείους αναπαραγωγικούς παράγοντες (για καρκίνο του μαστού)

Διαπιστώθηκαν τα εξής:

  • Συνολικά, περίπου το ένα πέμπτο (20%) των συμμετεχόντων κατανάλωνε τακτικά γαλακτοκομικά προϊόντα (κυρίως γάλα), το 11% κατανάλωνε γαλακτοκομικά προϊόντα μηνιαίως και το 69% ήταν μη καταναλωτές. Η μέση κατανάλωση ήταν 38 g ημερησίως συνολικά σε ολόκληρο τον πληθυσμό της μελέτης και 81 g ημερησίως μεταξύ των τακτικών καταναλωτών γαλακτοκομικών προϊόντων (σε σύγκριση με μέση κατανάλωση περίπου 300 g την ημέρα σε συμμετέχοντες από τη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου).
  • Κατά την περίοδο της μελέτης καταγράφηκαν 29.277 νέες περιπτώσεις καρκίνου, με το υψηλότερο ποσοστό να είναι ο καρκίνος του πνεύμονα (6.282 περιπτώσεις), ακολουθούμενος από τον καρκίνο του μαστού (2.582 περιπτώσεις), τον καρκίνο του στομάχου (3.577 περιπτώσεις), τον καρκίνο του παχέος εντέρου (3.350 περιπτώσεις) και τον καρκίνο του ήπατος (3.191 περιπτώσεις).
  • Όσοι κατανάλωναν τακτικά γαλακτοκομικά προϊόντα είχαν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος και καρκίνο του μαστού. Για κάθε 50 g γαλακτοκομικών προϊόντων την ημέρα, ο κίνδυνος αυξανόταν κατά 12% και 17% αντίστοιχα.

  • Η τακτική κατανάλωση γαλακτοκομικών συσχετίστηκε και με αυξημένο κίνδυνο λεμφώματος (αν και αυτό δεν ήταν στατιστικά σημαντικό).
  • Δεν υπήρξε συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης γαλακτοκομικών προϊόντων και οποιουδήποτε άλλου τύπου καρκίνου που ερευνήθηκε.

Καρκίνος του ήπατος και καρκίνος του μαστού οι δύο επικρατέστεροι μεταξύ εκείνων που κατανάλωναν τακτικά γαλακτοκομικά προϊόντα

Τόσο ο καρκίνος του ήπατος όσο και ο καρκίνος του μαστού είναι από τους πιο συνηθισμένους τύπους καρκίνου στην Κίνα, αντιπροσωπεύοντας περίπου 393.000 και 368.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου κάθε χρόνο αντίστοιχα. Αν και αυτά τα αποτελέσματα της μελέτης δεν αποδεικνύουν αιτιότητα, υπάρχουν αρκετοί εύλογοι βιολογικοί μηχανισμοί που μπορεί να εξηγήσουν αυτές τις συσχετίσεις, σύμφωνα με τους ερευνητές:

  • Η μεγαλύτερη κατανάλωση γαλακτοκομικών, για παράδειγμα, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του αυξητικού παράγοντα IGF-I, ο οποίος προάγει τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων και έχει συσχετιστεί με υψηλότερους κινδύνους για διάφορους τύπους καρκίνου.
  • Δυνητικά, οι γυναικείες ορμόνες που υπάρχουν στο αγελαδινό γάλα (όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη) μπορεί να παίζουν ρόλο στον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
  • Επίσης, τα κορεσμένα και τα trans-λιπαρά οξέα από τα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου του ήπατος.
  • Για όσους δεν παράγουν αρκετή λακτάση, τα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορεί επίσης να διασπαστούν σε υποπροϊόντα που επηρεάζουν τον κίνδυνο καρκίνου.

Η Κύπρια δρ. Μαρία Κάκκουρα, Διατροφική Επιδημιολόγος στο Oxford Population Health, και η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική μελέτη που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ γαλακτοκομικών προϊόντων και κινδύνου καρκίνου σε έναν κινεζικό πληθυσμό. Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την επικύρωση αυτών των ευρημάτων, για να καθοριστεί εάν αυτές οι συσχετίσεις είναι αιτιολογικές και να διερευνηθούν πιθανοί υποκείμενοι μηχανισμοί».

Αν και το μέσο επίπεδο κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων στην Κίνα παραμένει πολύ χαμηλότερο από ό,τι στις ευρωπαϊκές χώρες, έχει αυξηθεί ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες.


Ο αναπληρωτής καθηγητής δρ. Huaidong Du από το Oxford Population Health και εκ των ανωτέρων συν-συγγραφέων της μελέτης, πρόσθεσε: 

“Αν και τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της τακτικής κατανάλωσης γαλακτοκομικών και ορισμένων μορφών καρκίνου, είναι σημαντικό να έχετε υπόψη σας ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι πηγή πρωτεϊνών, βιταμινών και μετάλλων. Δεν θα ήταν συνετό να μειωθεί η κατανάλωση γαλακτοκομικών με βάση μόνο τα αποτελέσματα της τρέχουσας μελέτης, ή χωρίς να διασφαλιστεί η επαρκής πρόσληψη πρωτεϊνών, βιταμινών και μετάλλων από άλλες πηγές»