Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες, η ποινική δίωξη αφορά τη «σωματική βλάβη από δράστη ο οποίος εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής έρευνας σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, και απειλή σε βάρος ανηλίκων, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση». Μηνυτής στην υπόθεση είναι η υφυπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου.
Όπως αναφέρει η ίδια πηγή, στη μηνυτήρια αναφορά υπάρχουν περιγραφές για αγόρια ηλικίας 7 έως 11 ετών που εξαναγκάζονταν σε ερωτικές περιπτύξεις μεταξύ τους, με το προσωπικό του ιδρύματος να παρακολουθεί αυτές τις πράξεις. Άλλες αναφορές, τις οποίες περιέλαβε στον φάκελο που κατέθεσε η Δόμνα Μιχαηλίδου, έκαναν λόγο και για σωματική βία προς ανηλίκους.
Από την πλευρά της, η υπεύθυνη του ορφανοτροφείου έστειλε εξώδικο στην υφυπουργό Δόμνα Μιχαηλίδου, κάνοντας λόγο για «ανεπιβεβαίωτες καταγγελίες».
Μετά τη μηνυτήρια αναφορά της κας Μιχαηλίδου, η Εισαγγελία διέταξε την κοινωνική υπηρεσία της Περιφέρειας να κάνει ελέγχους κάθε δύο εβδομάδες και να στέλνει τις εκθέσεις τόσο στην εισαγγελέα όσο και στην υφυπουργό Εργασίας. Σε υπηρεσιακό σημείωμα που υπογράφουν ελεγκτές της Περιφέρειας Αττικής, οι δύο κοινωνικοί σύμβουλοι που πραγματοποίησαν ελέγχους στο ορφανοτροφείο διαπίστωσαν σειρά ανησυχητικών πρακτικών και παραβάσεων.
«Καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι τα παρόντα μέτρα που έχουν ληφθεί για το τρέχον διάστημα δεν είναι επαρκή για την ασφαλή διαμονή των 23 ανηλίκων, ηλικίας 1 έως 13 χρόνων, δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες», αναφέρουν στην έκθεσή τους οι κοινωνικοί λειτουργοί.
Μεταξύ άλλων, κατέγραψαν τα εξής:
- Νόσηση και καραντίνα παιδιών λόγω covid-19 για πολλοστή φορά, που σημαίνει ότι δεν πηγαίνουν σχολείο και βρίσκονται όλα μαζί στον ίδιο χώρο με τη βασική επίβλεψη παιδοκόμου.
- Απουσία επιστημονικού προσωπικού για δεύτερη φορά λόγω εγγύτητας με επιβεβαιωμένο κρούσμα.
- Άγνωστος χρόνος ολοκλήρωσης ανακριτικών ή άλλων διαδικασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη μετά τη σοβαρή καταγγελία.
Παράλληλα, σύμφωνα με τους ελεγκτές, παρά τις καταγγελίες η διοίκηση της δομής δεν έκανε «ούτε το αυτονόητο, που είναι η απόφαση και η ενημέρωση των φορέων για διακοπή νέων εισαγωγών παιδιών». Αντιθέτως, «μας μοιάζουν όλα να λειτουργούν ''κανονικά'', χωρίς να έχει μεσολαβήσει η καταγγελία».
Επίσης, στην έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «η καθημερινότητα των παιδιών είναι στα χέρια παιδοκόμων, οι οποίες αντιλαμβάνονται τα καθήκοντά τους ως κάλυψη των βασικών αναγκών των παιδιών. Δεν έχουν εκπαίδευση, ούτε καθοδήγηση, όπως θα ήταν απαραίτητο, καθώς ένα ίδρυμα δεν είναι απλώς ένας χώρος όπου ζουν παιδιά κάποιες ώρες της ημέρας. Είναι παιδιά προερχόμενα από ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, κακοποιητικά περιβάλλοντα και απαιτούνται προσεκτικοί και εξατομικευμένοι χειρισμοί για την ψυχική και συναισθηματική τους υγεία».
Στο πλαίσιο αυτό οι ελεγκτές σύστηναν την άμεση αναστολή λειτουργίας της δομής, την κινητοποίηση των εμπλεκόμενων κρατικών και την επιβολή των απαραίτητων διοικητικών μέτρων και κυρώσεων.