Συγκεκριμένα, από την 1η Ιουνίου οι εισφορές για επικούρηση θα μειωθούν στο 3% για τους εργοδότες και στο 3% για τους εργαζομένους, από 3,25% που είναι σήμερα για την κάθε πλευρά.
Ταυτόχρονα θα μειωθούν και τα ποσά των εισφορών που προβλέπονται για τις τρεις κλίμακες εισφορών για τους μη μισθωτούς.
Μέχρι στιγμής οι εισφορές έχουν μειωθεί κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο του 2020 (0,42 π.μ. για τον εργαζόμενο και 0,48 π.μ. για τον εργοδότη) και κατά 3,0 π.μ. τον Ιανουάριο του 2021 (1,21 π.μ. για τον εργαζόμενο και 1,79 π.μ. για τον εργοδότη).
Συνεπώς υπολείπεται μια μείωση κατά 0,60% από τη συνολική μείωση των πέντε ποσοστιαίων μονάδων έως το 2023 που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, ανάλογα με τις αντοχές του προϋπολογισμού και τη γενικότερη οικονομική κατάσταση.
Πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ αναφέρει ότι παρά τις δρομολογημένες μειώσεις το σύνολο των υποχρεωτικών εισφορών παραμένει υψηλό και σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Είναι συνεπώς σκόπιμο να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας.
Αυτό θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας τη σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων.
Ωστόσο, παρά το επίμονο αίτημα των εργοδοτικών φορέων για περαιτέρω μείωση των εισφορών το αμέσως επόμενο διάστημα και όχι σε βάθος χρόνου, η κυβέρνηση δεν συζητά προς το παρόν αυτό το ενδεχόμενο.
Στον αντίποδα, «νάρκη» στο κόστος ασφάλισης για εκατοντάδες χιλιάδες μη μισθωτούς – ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες – βάζει το ράλι του πληθωρισμού.
Οι ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις ορίζουν πως από 1/1/2023 έως 31/12/2024 όλες οι ασφαλιστικές κατηγορίες που είναι πλέον σταθερού ποσού και όχι ποσοστού, για κύρια και επικουρική ασφάλιση, «προσαυξάνονται κατ’ έτος με διαπιστωτική πράξη του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους».
Πληροφορίες αναφέρουν πως υπάρχουν σκέψεις για αλλαγές στον τρόπο αναπροσαρμογής των εισφορών σταθερού ποσού, ώστε η αναπροσαρμογή των ποσών – που δεν μπορούν να μένουν επ’ αόριστον σταθερά – να μην εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό όπως ισχύει σήμερα.