Οι δράστες δε δίστασαν να ρίξουν και χλωρίνη, θεωρώντας ότι καλύπτουν τα ίχνη τους, ωστόσο δε γλίτωσαν τη σύλληψη.
«Ήταν μία κόλαση», ανέφερε χαρακτηριστικά στους αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής ο Γιώργος Κυπαρίσσης, περιγράφοντας τα δύο πρώτα 24ωρα μετά την αρπαγή του στις 29 Δεκεμβρίου. «Αμέσως μόλις φτάσαμε στο πρώτο κρησφύγετο, μου έβαλαν ωτοασπίδες στα αφτιά και από πάνω μου έβαλαν ακουστικά μουσικής. Τα μάτια μου ήταν ήδη καλυμμένα από τη στιγμή που με απήγαγαν. Μου είχαν βάλει κουκούλα και μονωτική ταινία. Δεν άκουγα και δεν έβλεπα τίποτα. Αυτός ήταν ο στόχος τους άλλωστε. Επίσης, τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω, με χειροπέδες. Μου είχαν δέσει και τα πόδια για να μην έχω ελευθερία κίνησης. Με ρίξανε στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, παρά ελάχιστα. Εκείνη τη στιγμή με χτύπησαν και μου έσκισαν τα ρούχα. Μόνο το εσώρουχο μου άφησαν. Αρχισαν να μου λένε ότι θέλουν λεφτά για να με αφήσουν και παράλληλα συνέχισαν να με χτυπάνε. Σε αυτή την κατάσταση, δεμένος στο πάτωμα, χωρίς όραση, έμεινα 2 μέρες», ανέφερε σοκαρισμένος ο επιχειρηματίας.
Οι απαγωγείς μετέφεραν μετά από δύο ημέρες τον Γιώργο Κυπαρίσση σε διαφορετικό κρησφύγετο. «Όταν με πήγανε εκεί, με βάλανε μέσα σε ένα δωμάτιο. Με άφησαν στην ίδια κατάσταση για 2 ακόμα μέρες. Δεν άντεχα άλλο. Νόμιζα ότι θα τρελαθώ. Τους παρακάλεσα να μου βγάλουν την κουκούλα και τη μονωτική ταινία για να δω, όπως και έγινε. Στο ύψος των ματιών το δέρμα μου ήταν κατάμαυρο όταν μου τα έβγαλαν. Δεν αναγνώριζα το πρόσωπό μου. Μετά μου λύσανε και τα χέρια», περιγράφει στους αστυνομικούς ο 40χρονος. Οπως είπε, τον είχαν δεμένο με μια αλυσίδα. «Στην αρχή με είχαν δεμένο στο κρεβάτι, αλλά αργότερα μου έδεσαν τα πόδια με αλυσίδα που είχε περιθώριο λίγα μέτρα για να μπορώ να σηκώνομαι και να κινούμαι στο δωμάτιο. Μου αφήσανε και μία κουκούλα για να τη φοράω όταν ήθελα τουαλέτα, φαγητό ή οτιδήποτε άλλο, όπως το μπάνιο μου, που έκανα λιγοστές φορές. Φορούσα την κουκούλα δηλαδή και μετά χτυπούσα την πόρτα και ζητούσα αυτό που ήθελα. Αυτή ήταν η συμφωνία».
Οπως είπε στους αστυνομικούς ο επιχειρηματίας, οι δράστες τού είχαν υπαγορεύσει επακριβώς τι να πει στα τρία βίντεο που έστειλαν στην οικογένειά του κατά τις 65 ημέρες κράτησης. «Οσο με κρατούσανε, τραβήξανε και κάποια βίντεο, προφανώς για να τα στείλουνε στην οικογένειά μου. Στα βίντεο αυτά μου υπαγόρευαν κατά λέξη αυτά που ήθελαν να πω. Ηθελαν να εκβιάσουν την οικογένειά μου για να δώσει τα λεφτά. Σε κάποια από αυτά τα βίντεο με χτύπησαν κιόλας, για να φαίνεται το αίμα στην κάμερα. Επίσης, σε ένα από τα βίντεο μου ξυρίσανε και το κεφάλι και μετά μου το χαράξανε για να ματώσει», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Σε όλο αυτό το διάστημα που έμεινα σε αυτό το δεύτερο κρησφύγετο, μέχρι που με άφησαν, στο δωμάτιο ήμουν πάντα μόνος μου. Το δωμάτιο είχε τα απολύτως απαραίτητα. Αποτελούνταν δηλαδή από ένα διπλό κρεβάτι, μία τηλεόραση και μία λάμπα για φως. Δεν είχε παράθυρα. Πρέπει να με παρακολουθούσαν μέσα στο δωμάτιο. Αυτό το κατάλαβα όταν μία μέρα ζήτησα φαγητό και μου απάντησαν ότι πρώτα έπρεπε να βάλω την κουκούλα και μετά να μου ανοίξουν και να μου δώσουνε», περιέγραψε στους αστυνομικούς ο επιχειρηματίας, προσθέτοντας ότι: «Τους ανθρώπους αυτούς που με κρατούσαν δεν τους είδα ποτέ. Μόνο τους άκουγα, αλλά και αυτό ελάχιστα, γιατί όταν ήθελαν να μιλήσουν, έβαζαν δυνατά την τηλεόραση για να μην ακούω».