Τα τελευταία 320.000 δολάρια που εισέπραξε η Άννα Σόροκιν ήταν από το Netflix για να παραχωρήσει τα πνευματικά δικαιώματα της ιστορίας της για τη μίνι σειρά «Inventing Anna» που... θα προβληθεί στις 11 Φεβρουαρίου. Αυτήν τη φορά τα ξόδεψε σε δικαστικά έξοδα και αποζημιώσεις και όχι σε μια ακόμα λαμπερή εμφάνιση ή σε ένα πάρτι.
Η ιστορία της, μια ιστορία εξαπάτησης, κάνει τους πρωταγωνιστές των έργων του Μολιέρου και του Φεϊντό να ωχριούν και αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η τέχνη αντιγράφει τη ζωή.
«Εξαπατάται όποιος θέλει να εξαπατηθεί» γράφουν οι μεγάλοι συγγραφείς και στην περίπτωση της Σόροκιν αυτοί που ήθελαν να εξαπατηθούν ήταν οι πλούσιοι και οι διάσημοι της νεοϋορκέζικης κοινωνίας, παιδιά των κλειστών κλαμπ που στο πρόσωπό της είδαν ένα μέλος της έγκριτης παρέας τους προερχόμενο από την Ευρώπη, από τη Γερμανία, εκεί που δεν θα μπορούσαν να πολυψάξουν τους οίκους των ευγενών και των πλουσίων, τους οποίους ούτε καν γνωρίζουν.
Εξαπατήθηκαν άνθρωποι επιτυχημένοι και έξυπνοι, και όχι για λίγο. «Πώς εξαπατήθηκαν όλοι αυτοί;» ήταν το ερώτημα όλων όταν αποκαλύφθηκε η αληθινή της ταυτότητα και ιστορία. Η ανείπωτη απάντηση είναι μάλλον πιο απλή από όσο φαίνεται. Οι πλούσιοι, οι διάσημοι, οι επιτυχημένοι επιζητούν τον θαυμασμό, που είναι μια μορφή αγάπης, και η Σόροκιν ήξερε να παίξει αυτό το παιχνίδι, να τους κολακέψει, να τους προσελκύσει και να τους πείσει. Φυσικά, επειδή είναι πλούσιοι, προσελκύουν τους απατεώνες, κάτι που νομίζουν ότι συμβαίνει εξαιτίας των χαρισμάτων τους και όχι εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής τους επιφάνειας.
Η Σόροκιν τους παγίδεψε και σήμερα έχουν θυμώσει πραγματικά μαζί της όχι για τα χρήματα, αλλά για το ότι δεν κατάλαβαν, σαν εξαπατημένοι εραστές, την «προδοσία της». Η ίδια δεν φαίνεται να συγκινείται και προφανώς δεν αισθάνεται τίποτα για τα θύματά της, που έχασαν απλώς λίγα από τα πολλά τους χρήματα.
Στη δίκη της το 2019 εξακολουθούσε να έχει το styling που την έκανε πιστευτή, να φορά γυαλιά με μεγάλο σκούρο σκελετό και να διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να φορέσει ό,τι θέλει από τα ρούχα των διάσημων σχεδιαστών με τα οποία συνήθως εμφανιζόταν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Καμία μεταμέλεια. Φυσικά. Μετά τη φυλάκισή της που κράτησε τρία χρόνια, αρχικά στο Ράικερς Άιλαντ, στη Νέα Υόρκη, και κατόπιν στο βόρειο τμήμα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, το πρώτο που έκανε ήταν να ποστάρει στον λογαριασμό της στο Instagram, φορώντας μαύρα γυαλιά και γράφοντας: «Η φυλακή είναι τόσο εξουθενωτική όσο δεν φαντάζεστε».
Από τότε, από τις 12 Φεβρουαρίου 2021, συνέχισε να ποστάρει στον λογαριασμό της με το επινοημένο της όνομα theannadelvey, προβάλλοντας ξεκάθαρα ότι δεν μετάνιωσε, απλώς δεν θα επαναλάβει τις πράξεις της, με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον. Το ότι τη θεωρούν κοινωνιοπαθή το προσπερνά, το ποστάρει μάλιστα στους πολύ λιγότερους σήμερα φίλους της –μόνο 145 χιλιάδες ακόλουθοι της έμειναν– ως παράσημο ή κομπλιμέντο.
To 2018, η δημοσιογράφος του «Vanity Fair» Ρέιτσελ Ντελόουτς Γουίλιαμς έγραψε ένα εκτενές ρεπορτάζ για τη γνωριμία της με τη Σόροκιν και τον τρόπο με τον οποίο της έφαγε 70 χιλιάδες δολάρια.
Όταν γνωρίστηκαν, της παρουσιάστηκε ως πλούσια κληρονόμος που δούλευε σκληρά στο ίδρυμά της – ένα «δυναμικό κέντρο εικαστικών τεχνών αφιερωμένο στη σύγχρονη τέχνη». Σχεδίαζε να μισθώσει το ιστορικό Church Missions House, ένα κτίριο στην Park Avenue South και την 22nd Street, για να στεγάσει ένα νυχτερινό κέντρο, μπαρ, γκαλερί τέχνης, στούντιο, εστιατόρια και μια λέσχη μόνο για μέλη. Η Γουίλιαμς γοητεύτηκε από την ιστορία της και το ότι ήθελε να γίνουν φίλες. Η
Σόροκιν την «αποπλάνησε» με τη γοητευτική ιστορία, τον πλούσιο τρόπο ζωής, τα ξένοιαστα βράδια με ποτά και χαλαρά γεύματα. Ήταν ένα ακόμα παιδί της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, που ως επισκέπτρια Γερμανίδα πολίτης δεν είχε μόνιμη κατοικία πλήρους απασχόλησης και ζούσε σε ένα τρέντι ξενοδοχείο.
Άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά μετά από καιρό και μετά από ένα ταξίδι στο Μαρακές που οργάνωσε η Σόροκιν, ένα χλιδάτο τουρ στα πιο πολυτελή μέρη, στα οποία ξόδευε ασυλλόγιστα. Όταν ζητήθηκε από τη Σόροκιν να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της, εκείνη επικαλέστηκε εμπλοκές με τις τράπεζες και «φέσωσε» τη φίλη της Ρέιτσελ Ουίλιαμς με 70 χιλιάδες δολάρια, αδειάζοντας τον λογαριασμό της στην τράπεζα.
Η Σόροκιν δεν επέστρεψε ποτέ τα χρήματα και η δημοσιογράφος άρχισε να ερευνά την υπόθεσή της.
«Επικοινώνησα με τους φίλους μέσω των οποίων είχα γνωρίσει την Άννα και με παρέπεμψαν σε έναν τύπο που κάποτε της είχε δανείσει χρήματα. Ήταν Γερμανός, όπως και εκείνη, και ήξερε την Άννα από τότε που ζούσε στο Παρίσι. Μου είπε μια ιστορία που ήταν ανησυχητική και καθησυχαστική εξίσου. Είπε ότι, μετά από εβδομάδες παρενόχλησης, είχε πάρει τα χρήματά του πίσω, απειλώντας να εμπλέξει τις αρχές, αφού η Άννα πάντα υποστήριζε ότι φοβόταν μην απελαθεί. «Ο μπαμπάς της είναι Ρώσος δισεκατομμυριούχος», είπε. «Φέρνει πετρέλαιο από τη Ρωσία στη Γερμανία».
Οι λεπτομέρειες προφανώς προέρχονταν απευθείας από την Άννα και δεν συμβάδιζαν με αυτά που είχε πει στη Γουίλιαμς, ότι δηλαδή οι γονείς της εργάζονταν στην ηλιακή ενέργεια. «Η Άννα του είχε πει ότι λάμβανε περίπου 30.000 δολάρια στην αρχή κάθε μήνα και ότι θα κληρονομούσε 10 εκατομμύρια δολάρια στα 26α γενέθλιά της, τον προηγούμενο Ιανουάριο, αλλά ο πατέρας της είχε κανονίσει να καθυστερήσει η κληρονομιά μέχρι τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς», γράφει η Γουίλιαμς.
Η δημοσιογράφος είχε πάθει αυτό που είχε συμβεί σε πολλούς: πείστηκε ότι η Σόροκιν έχει χρήματα επειδή την είχε δει να ξοδεύει πολλά. Μόνο που δεν ήταν δικά της και αυτό δεν το ήξερε εκείνη την εποχή κανένας.
Η Γουίλιαμς κατέθεσε στη δίκη, αποκαλώντας την κλοπή τη χειρότερη εμπειρία της ζωής της. Το δικαστήριο έκρινε τη Σόροκιν αθώα για αυτή την κατηγορία. Η Γουίλιαμς κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με την ιστορία της το 2019.
Μοιάζει ειρωνικό αλλά, όταν καταδικάστηκε, ο δικηγόρος της είπε για τη Σόροκιν:
«Δεν ξέρω πόσο ρεαλιστικές είναι μερικές από αυτές τις επιχειρηματικές προσπάθειες. Αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτή δεν θα είναι η τελευταία φορά που ακούμε την Άννα και ξέρω ότι θα συνεχίσει να κάνει σπουδαία πράγματα».
Σε μια συνέντευξη που έδωσε στους «ΝΥΤ», η Σόροκιν είπε πως ήταν πρόθυμη να εξηγήσει τις ενέργειές της ως τα αφελή λάθη μιας νεαρής γυναίκας που ανησυχούσε ότι διαφορετικά δεν θα την έπαιρναν σοβαρά.
Είπε ακόμα: «Θα έλεγα ψέματα σε εσάς και σε όλους τους άλλους και στον εαυτό μου αν έλεγα ότι λυπάμαι για οτιδήποτε. Μετανιώνω για τον τρόπο που έκανα ορισμένα πράγματα».
Σε εκείνη τη συνέντευξη είπε ότι σκόπευε πάντα να αποπληρώσει τους πιστωτές της, στους οποίους περιλαμβάνονται δύο ξενοδοχεία στο κέντρο της Νέας Υόρκης, μια ιδιωτική εταιρεία τζετ και τράπεζες. Συνολικά, διαπιστώθηκε ότι η Σόροκιν συγκέντρωσε περισσότερα από 200.000 δολάρια και προσπάθησε να εξαπατήσει ένα hedge fund για να της δώσει δάνειο 25 εκατομμυρίων δολαρίων. Όσο για το όνομα που χρησιμοποιούσε και ήταν υποτίθεται το πατρικό της μητέρας της, ήταν και αυτό ψέμα. Το όνομα Anna Delvey, είπαν στο περιοδικό «New York» οι γονείς της, τους ήταν άγνωστο.
«Το κίνητρό μου δεν ήταν ποτέ τα χρήματα», είπε η Σόροκιν, όταν ήταν στη φυλακή. «Ήμουν πεινασμένη για εξουσία». Όπως είπε, οι φίλοι της μπορεί να πίστευαν ότι είχε εκατομμύρια δολάρια στη διάθεσή της, αλλά αυτό ήταν μια παρεξήγηση. Υποστήριξε ότι δεν είπε ποτέ σε κανέναν ότι είχε τόσα χρήματα – απλώς το υπέθεσαν.
Η Άννα Σόροκιν γεννήθηκε στη Ρωσία το 1991 και μεγάλωσε στο Eschweiler της Γερμανίας, όπου ο πατέρας της εργαζόταν ως στέλεχος σε μεταφορική εταιρεία, η οποία τελικά πτώχευσε.
Τα χρόνια της παιδικής της ηλικίας είναι θολά, είπε ότι δεν ήταν κοντά με τους «συντηρητικούς» γονείς της, οι οποίοι δεν παρέστησαν στη δίκη της.
Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 2011 και μετακόμισε στο Λονδίνο για να παρακολουθήσει το Central Saint Martins, αλλά τα παράτησε και επέστρεψε στη Γερμανία. Εργάστηκε ως ασκούμενη σε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων πριν μετακομίσει στο Παρίσι για να ξεκινήσει πρακτική άσκηση στο γαλλικό περιοδικό μόδας «Purple». Στο Παρίσι, εκείνη την εποχή, πήρε το όνομα Anna Delvey.
Κερδίζοντας μόλις 400 ευρώ το μήνα, παρέμενε οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς της, οι οποίοι πλήρωναν το διαμέρισμά της, όπως είπε.
Στα τέλη του καλοκαιριού του 2013 έφτασε στη Νέα Υόρκη για ένα ταξίδι στο Μοντόκ και στη συνέχεια στην Εβδομάδα Μόδας.
Εκεί βρήκε μια πόλη καινούργια, ιδανική για να κάνει φίλους και αποφάσισε να μείνει. Για ένα διάστημα, εργάστηκε στο γραφείο της «Purple» στη Νέα Υόρκη, είπε. Αλλά, τελικά, το παράτησε κι αυτό.
Τα επόμενα τρία τουλάχιστον χρόνια μετακόμιζε από boutique ξενοδοχείο σε boutique ξενοδοχείο, μοιράζοντας φιλοδωρήματα 100 δολαρίων και αναβάλλοντας λογαριασμούς με υποσχέσεις τραπεζικών εμβασμάτων που δεν έφταναν ποτέ. Διοργάνωνε δείπνα σε ακριβά εστιατόρια, προσέλαβε προσωπικό γυμναστή και φορούσε Gucci και Yves Saint Laurent.
Με αυτό τον τρόπο άρχισε να μπαίνει στους κύκλους ανθρώπων που είχαν επιρροή, επενδυτές, επιχειρηματίες ακινήτων, τον γιο του Σαντιάγκο Καλατράβα, αναζητώντας πόρους για την υποτιθέμενη επένδυσή της. Τα τεχνάσματά της κατέρρεαν, οπότε στα τέλη του 2016 επέστρεψε στη Γερμανία για λίγους μήνες και δημιούργησε τέσσερα πλαστά αντίγραφα τραπεζικών κινήσεων στο Photoshop, τα οποία είπε ότι χρειάστηκαν εκπληκτικά λίγο χρόνο για να γίνουν.
Είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια τέλεια εικόνα στα σόσιαλ μίντια, με σακούλες και ρούχα από ακριβούς οίκους μόδας και στιγμιότυπα από πλούσια δείπνα, εξωτικές διακοπές και φίλους που ανήκαν στον ίδιο κύκλο. Έτσι εξασφάλισε το διαβατήριό της, προβάλλοντας το προφίλ της εξωφρενικά πλούσιας που δεν καταδεχόταν να πληρώσει και έκανε τους άλλους να ντρέπονται να της ζητήσουν τα χρήματα που όφειλε.
Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη στις αρχές του 2017. Θα χρησιμοποιούσε τα ίδια έγγραφα ξανά και ξανά για την αναζήτηση διαφορετικών δανείων, υποτίθεται περιμένοντας την κληρονομιά της των 60 εκατομμυρίων που καθυστερούσε να φτάσει. Οι διαφορετικές ιστορίες που είχε εφεύρει για την πλούσια καταγωγή της βοηθούσαν στο να είναι μια μυστηριώδης πλούσια «κληρονόμος» που ικανοποιούσε τη κοσμική Νέα Υόρκη με τα τρελά πάρτι και τα δείπνα που διοργάνωνε προς τιμή τους.
Η Σόροκιν συνελήφθη για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2017 για παράλειψη λογαριασμών χιλιάδων δολαρίων στα ξενοδοχεία Beekman και W New York και έναν λογαριασμό γεύματος κάτω των 200 δολαρίων σε ένα εστιατόριο στο ξενοδοχείο Le Parker Meridien.
Εν όψει της δίκης, της προσφέρθηκε μια συμφωνία με ποινή φυλάκισης τριών έως εννέα ετών, αλλά τη θεώρησε πολύ μεγάλη και ρίσκαρε να πάει σε δίκη. Αν και καταδικάστηκε σε μεγαλύτερη ποινή από αυτή που της είχε προταθεί αν έφτανε σε συμφωνία, είπε ότι δεν μετάνιωσε που πήγε σε δίκη. Στη φυλακή κρατήθηκε σε τμήμα υψίστης ασφαλείας και καταγράφηκαν 13 περιστατικά στα οποία είχε εμπλακεί, τσακωμοί και ανυπακοή εντολών. Δήλωσε ότι έχει αρχίσει να γράφει απομνημονεύματα για τα κατορθώματά της στη Νέα Υόρκη. Σκοπεύει να γράψει ένα δεύτερο βιβλίο για την εμπειρία της στο Rikers.
Το πιο εξωφρενικό είναι πως υπoστήριξε ότι έχει ήδη κάνει κάποιες «μικρότερες επενδύσεις» στην τεχνολογία και τα κρυπτονομίσματα με προσωπικά της χρήματα, λέγοντας: «Ιδανικά, αν όλα πάνε καλά, θα έχω το δικό μου επενδυτικό ταμείο».
To «Inventing Anna» στο Netflix είναι βασισμένο στο άρθρο της Τζέσικα Πρέσλερ «How Anna Delvey tricked New York’s party people». Η Σόντα Ράιμς, η δημιουργός των «Grey’s Anatomy» και «Scandal», είναι η παραγωγός του φιλόδοξου ντοκιμαντέρ.
Ο κόσμος του πλούτου ήταν τόσο εθιστικός για την Άννα Σόροκιν, με τις θέσεις στην πρώτη σειρά σε επιδείξεις μόδας, τις ιδιωτικές προβολές, τα λαμπερά πάρτι, τις σημαντικές εκδηλώσεις και τις φιλίες με την πολυφωτογραφημένη, εκθαμβωτική κοινωνική ελίτ της Νέας Υόρκης, που όταν ο δημοσιογράφος των «ΝΥΤ» τη ρώτησε στη φυλακή αν θα έκανε ξανά τα ίδια πράγματα, εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους, απάντησε γελώντας: «Ναι, μάλλον ναι». Ο δικηγόρος της μάλλον έχει δίκιο. Το όνομά της θα το ακούσουμε ξανά.