Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει κατ’ αποκοπή ποσό 5,5 εκατ. ευρώ, όπως και χρηματική ποινή ύψους άνω των 4 εκατ. ανά εξάμηνο καθυστέρησης, διότι ...δεν ανέκτησε τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη ΛΑΡΚΟ.
Με την απόφασή του το δικαστήριο διαπιστώνει αφενός ότι η Ελλάδα παρέβη την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του 2017 μέχρι τις 25 Μαρτίου 2019- ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που είχε θέσει η Κομισιόν με προειδοποιητική επιστολή- και αφετέρου ότι η παράβαση εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από το δικαστήριο.
Η Ελλάδα, υπογραμμίζει το δικαστήριο, δεν έλαβε μέτρα για την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων παρά μόνο μετά τις 29 Ιανουαρίου 2020, ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής. Η υπαγωγή της ΛΑΡΚΟ στο καθεστώς ειδικής διαχείρισης πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2020, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε θέσει η Κομισιόν. Εξάλλου, τον Μάρτιο του 2020 η Ελλάδα κάλεσε τη ΛΑΡΚΟ να καταβάλει το ποσό των επίμαχων ενισχύσεων και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς έδωσε εντολή για την ανάκτηση του συνολικού ποσού.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ενδείκνυται να επιβληθούν στην Ελλάδα οικονομικές κυρώσεις υπό μορφή εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης εκτέλεση της απόφασης του 2017 και προκειμένου η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει την πρόοδο των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης. Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβληθεί κατ' αποκοπήν ποσό ως αποτρεπτικό μέτρο με σκοπό να αποφευχθούν ανάλογες μελλοντικές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης.
Για τον καθορισμό του ποσού των κυρώσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκειά της και την ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους. Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, μεταξύ άλλων τονίζει το σημαντικό ύψος του ποσού της μη ανακτηθείσας ενίσχυσης (το οποίο ανερχόταν σε 160 εκατ. ευρώ στις 14 Μαΐου 2020). Επίσης, διαπιστώνει τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
Επιπλέον, το Δικαστήριο της ΕΕ επισημαίνει ότι η διάρκεια της παράβασης είναι σημαντική: έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από την έκδοση της πρώτης απόφασης. Για την εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής της Ελλάδας, το Δικαστήριο λαμβάνει ως βάση κατά κύριο λόγο το ΑΕΠ.
Συνεπώς, το Δικαστήριο της ΕΕ υποχρεώνει την Ελλάδα να καταβάλει στον προϋπολογισμό της Ένωσης κατ' αποκοπήν ποσό ύψους 5.500.000 ευρώ καθώς και χρηματική ποινή ύψους 4.368.000 ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την απόφαση του 2017, αρχής γενομένης από σήμερα.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Τον Μάρτιο του 2013 η Κομισιόν κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με διάφορες ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα υπέρ της ΛΑΡΚΟ, μεταξύ άλλων κρατικές εγγυήσεις για τα έτη 2008, 2010 και 2011 καθώς και αύξηση κεφαλαίου το 2009. Τον Μάρτιο του 2014 εκδόθηκε απόφαση με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις αυτές, ως παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, έπρεπε να ανακτηθούν.
Στο μεταξύ, η Ελλάδα είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της ΛΑΡΚΟ μέσω δύο χωριστών διαγωνισμών. Μετά την ολοκλήρωση των δύο διαγωνισμών και ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων τους, η ΛΑΡΚΟ θα κηρυσσόταν σε πτώχευση και τα εναπομένοντα στοιχεία του ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ότι το ζήτημα της ανάκτησης των επίμαχων ενισχύσεων δεν θα αφορά τους αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού.
Το 2016 η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις από την απόφαση του 2014, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την πρώτη προσφυγή. Με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις της σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων.
Στις 29 Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου, άσκησε δεύτερη προσφυγή, ζητώντας από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τη χώρα να καταβάλει κατ' αποκοπή ποσό καθώς και χρηματική ποινή.
Στη συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 2020, η Ελλάδα προέβλεψε, λόγω των οικονομικών δυσχερειών της ΛΑΡΚΟ, την υπαγωγή της σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Κατά την Επιτροπή, η Ελλάδα δεν έλαβε μέτρα για την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων παρά μόνο μετά τις 29 Ιανουαρίου 2020, ημερομηνία άσκησης της δεύτερης προσφυγής λόγω παραβάσεως. Επιπλέον, κατά το θεσμικό όργανο, η παράβαση εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο.