Σε ένα εκρηκτικό πολιτικά πλαίσιο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αύξησε από την 1η Ιανουαρίου τον κατώτατο μισθό, από τις 2.825.90 λίρες στις 4.253,40 (περίπου 275 ευρώ), αύξηση 50% που... ήδη εν μέρει έχει εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό.
«Στους δημοσίους υπάλληλους μας, πέρα από την αύξηση 5% του Γενάρη, προσθέτουμε και 2,5% με τις συλλογικές συμβάσεις, όπου και με το σύνολο των αυξήσεων 7,5% ο μισθός του υπαλλήλου αυξάνεται κατά 30,5%» είπε ο σχετικά πρόεδρος της Τουρκίας.
Την ώρα που ο Ερντογάν μοιράζει λεφτά σε μισθωτούς, συνταξιούχους, φοιτητές και άλλες κοινωνικές ομάδες, η διολίσθηση της λίρας και ο πληθωρισμός κατασπαράσσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά και τις αποταμιεύσεις των πολιτών, οι οποίοι δυσκολεύονται να πάνε ακόμα και στο σούπερ μάρκετ.
Οι αρχές ανακοίνωσαν ότι ο πληθωρισμός κατέγραψε ρεκόρ 20ετίας στο 36,08 % σε ετήσια βάση.
Οι αναλυτές από την άλλη, θεωρούν ότι η εξασφάλιση των καταθέσεων που ανακοίνωσε προ ημερών ο Τούρκος Πρόεδρος και τα σημερινά μέτρα δημιουργούν κλίμα για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών.
«Φοβάμαι πως όλες οι αυξήσεις μισθών θα εξανεμιστούν μέσα σε δυο μήνες», σχολίασε σχετικά ο Γκιζέμ Εζτόκ Αλτινσάτζ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ομοσπονδίας εργοδοτικών οργανώσεων Tüsiad στο Twitter.
«Ποσοστά πληθωρισμού φριχτά για την Τουρκία τον Δεκέμβριο (…) Το αποτέλεσμα των καταστροφικών οικονομικών πολιτικών», σχολίασε από την πλευρά του ο οικονομολόγος Τίμοθι Ας, ειδικός σε θέματα που αφορούν την Τουρκία στην εταιρεία BlueBay Asset Management, για τον οποίο η χώρα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με ένα «σπιράλ πληθωρισμού/υποτίμησης» σαν αυτά που καταγράφηκαν στην Αργεντινή και τη Βενεζουέλα.
Ο πληθωρισμός στην Τουρκία εκτινάχθηκε στο 36,08% τον Δεκέμβριο, σε ετήσια βάση, στο υψηλότερο επίπεδό του από τον Σεπτέμβριο του 2002, λόγω της βουτιάς της λίρας, όμως ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, 18 μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, συνεχίζει να υπερασπίζεται τις επιλογές του.
Η αύξηση των τιμών καταναλωτή, σχεδόν επτά φορές πάνω από τον αρχικό στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση, εξηγείται από την πτώση κατά 45% της λίρας έναντι του δολαρίου μέσα σε έναν χρόνο, παρά τα κατεπείγοντα μέτρα που ανακοίνωσε ο Ερντογάν στα μέσα Δεκεμβρίου.
Αντιλαμβανόμενος τη ζημιά που προκαλείται όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη δημοτικότητά του, ο Τούρκος πρόεδρος δεσμεύτηκε χθες, μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ότι θα ρίξει τον πληθωρισμό σε μονοψήφιο νούμερο «το συντομότερο δυνατόν», προσθέτοντας ότι το έχει κάνει ήδη στο παρελθόν και θα το ξανακάνει τώρα.
Ο Ερντογάν εξέφρασε τη λύπη του για το επίπεδο που κατέγραψε ο πληθωρισμός το 2021 και υποσχέθηκε ότι θα «ερευνηθούν» οι υπερβολικές αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων.
Απέδωσε την αύξηση του πληθωρισμού στις τιμές των εμπορευμάτων και την ισοτιμία, ενώ υποσχέθηκε επίσης ότι θα παρασχεθεί πρόσθετη στήριξη στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων.
Η αντιπολίτευση και ένα μέρος των πολιτών κατηγορούν το Εθνικό Γραφείο Στατιστικής (Tüik) ότι υποβαθμίζει ηθελημένα τις αυξήσεις των τιμών, λόγω της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί ο Ερντογάν, στο πλαίσιο της οποίας η Κεντρική Τράπεζα μειώνει συστηματικά τα επιτόκια τους τελευταίους μήνες.
Σε αντίθεση με τις κλασικές οικονομικές θεωρίες, ο Τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει ότι τα υψηλά επιτόκια ευνοούν τον πληθωρισμό, αλλά η νομισματική πολιτική του είχε ως αποτέλεσμα την κατακρήμνιση της λίρας.
Ο Ερντογάν αρνείται κάθε παρέκκλιση από την οικονομική πολιτική του, στην οποία αποδίδει τις πολιτικές επιτυχίες του, και φαίνεται ότι βασίζεται στην ανάπτυξη, η οποία έφτασε το 7,4% κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους.
Η ανάπτυξη ωστόσο οφείλεται στο γεγονός ότι οι εξαγωγές έγιναν φτηνότερες και ως εκ τούτου αυξήθηκαν κατά 32,9% σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα 225,37 δισεκ. δολάρια, αριθμός «ρεκόρ», όπως είπε ο ίδιος, χαιρετίζοντας αυτά τα καλά αποτελέσματα.
Για να στηρίξουν το νόμισμα απέναντι στο δολάριο, οι αρχές κάλεσαν χθες τους εξαγωγείς να μεταφέρουν το 25% του ύψους των εξαγωγών τους σε ευρώ, δολάρια ή στερλίνες στη Νομισματική Αρχή της Τουρκίας.
Για τα νοικοκυριά, η κατάρρευση του νομίσματος μεταφράζεται σε ολοένα και μεγαλύτερους λογαριασμούς, αφού η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών και ενέργειας.
Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, το αλεύρι και το κοτόπουλο αυξήθηκαν κατά 86% μέσα σε έναν χρόνο, το ηλιέλαιο κατά 76% και το ψωμί κατά 54%.