Την θέση των ελληνικών ΑΕΙ στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο «χάρτη» αλλά και το προφίλ του Έλληνα φοιτητή... περιγράφει η φετινή έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για τα πανεπιστήμια της χώρας.
Η έκθεση που αφορά στο έτος 2020 παραδόθηκε στην πρόεδρο της Δημοκρατίας κυρία Κατερίνα Σακελαροπούλου.
Στην έκθεση περιγράφεται το «προφίλ» του Έλληνα φοιτητή, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα κατέχει έναν από τους μεγαλύτερους φοιτητικούς πληθυσμούς μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Παρόλα αυτά ωστόσο, υπολείπεται στον αριθμό αποφοίτων, σε ρυθμό κατά 50% λιγότερο από τους ετήσιους εισακτέους.
Αναλυτικότερα, κάθε χρόνο από τους 80.000 φοιτητές που εισάγονται στα πανεπιστήμια, αποφοιτούν αντίστοιχα περίπου οι 44.000.
Αναλογικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα σημειώνει ελλιπή πιστοποίηση στα προγράμματα σπουδών της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση, οι περισσότεροι φοιτητές στην Ελλάδα επιλέγουν τις επιστήμες της μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (20,97%), ενώ στη δεύτερη θέση, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, έρχονται οι επιστήμες της διοίκησης επιχειρήσεων και οι νομικές σπουδές (20,66%).
Τρίτη επιλογή αποτελούν οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες (13,25%) ενώ στην Ευρώπη οι τομείς αυτοί αποτελούν τέταρτη επιλογή και ακολουθούν: οι κοινωνικές επιστήμες, η δημοσιογραφία και η πληροφόρηση (12,69%), οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η στατιστική (9,52%), οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (7,86%), η εκπαίδευση (4,67%), οι γεωπονικές επιστήμες, η ιχθυοκαλλιέργεια και η κτηνιατρική (4,05%), οι επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (3,42%) και οι υπηρεσίες (2,79%)
Επιπλέον, πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις έχουν καταγραφεί στα ελληνικά πανεπιστήμια με την εμφάνιση του κορωνοϊού. Όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό από την πανδημία.
«Περίπου 1,5 δισεκατομμύρια μαθητές και φοιτητές δεν μπορούσαν ή και δεν μπορούν ακόμη να έχουν φυσική παρουσία στα εκπαιδευτικά ιδρύματα των χωρών τους (λόγω των περιοριστικών μέτρων)» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
«Στις περισσότερες χώρες (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας) τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, αξιοποιώντας την τεχνολογία, προχώρησαν σε προσαρμογή του τρόπου εκπαίδευσης (π.χ. σύγχρονη/ασύγχρονη τηλεκπαίδευση) και της συνολικής λειτουργίας τους (π.χ. αναθεώρηση στρατηγικής, ευέλικτες μορφές εργασίας), λαμβάνοντας μέριμνα για την όσο το δυνατό καλύτερη διατήρηση του επιπέδου ποιότητας (π.χ. ταχύρρυθμα μαθήματα προς το διδακτικό προσωπικό για την ηλεκτρονική μάθηση και τη χρήση ψηφιακού διδακτικού υλικού, εναλλακτικές μέθοδοι αξιολόγησης, ηλεκτρονική πύλη με πληροφόρηση για διαθέσιμα εργαλεία, παροχή ψυχολογικής υποστήριξης).
»Ακόμη, σε παγκόσμιο επίπεδο πραγματοποιήθηκαν 10,3 εκατομμύρια εγγραφές στην πλατφόρμα ηλεκτρονικής εκπαίδευσης Coursera, αριθμός αυξημένος κατά 644% σε σχέση με το 2019, κάτι που ενδεχομένως οφείλεται και στην προσφορά αρκετών μαθημάτων χωρίς κόστος λόγω του κορωνοϊού» αναφέρει η ΕΘΑΑΕ..
Σύμφωνα με δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας, που αναφέρονται στην έκθεση, στις αρχές Απριλίου του 2020 (στην Ελλάδα από 10-3-2020), ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης από 175 χώρες ανέστειλαν προσωρινά τη λειτουργία τους λόγω του κορωνοϊού, επηρεάζοντας πάνω από 220 εκατομμύρια φοιτητές, πλήθος ερευνητών, διδακτικό και διοικητικό προσωπικό.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στα ιδρύματα ήταν πολλαπλές και πολυεπίπεδες. Μεταξύ άλλων τα έσοδα των ιδρυμάτων στο εξωτερικό από τα δίδακτρα, από την έρευνα, τη διοργάνωση συνεδρίων και τη στέγαση φοιτητών παρουσιάσαν τεράστιες απώλειες.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κόστος του κορωνοϊού για τα βρετανικά πανεπιστήμια υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 2,6 δισ. £ (1,5 δισ. από ξένους φοιτητές, 612 εκατ. από τους εγχώριους φοιτητές και 350 εκατ. από τους φοιτητές της ΕΕ), σε απώλεια 30.000 θέσεων εργασίας στα πανεπιστήμια και ισάριθμη απώλεια θέσεων εργασίας στις τοπικές κοινωνίες.
Από τις μελέτες αυτές εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα ιδρύματα βρίσκονται αντιμέτωπα με πλήθος προκλήσεων σε βραχυπρόθεσμο και μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα αναφοράς.
Από την έκθεση προκύπτει μεταξύ άλλων ότι ο ρόλος της τεχνολογίας στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και στην κατά το δυνατό ομαλότερη λειτουργία των ιδρυμάτων είναι κομβικής σημασίας.
Ωστόσο, όπως τονίζεται μεταξύ άλλων, ειδικά ως προς την εκπαιδευτική διαδικασία, η πλήρης αξιοποίηση της τεχνολογίας δεν εξαντλείται μόνο στην ανάρτηση των παρουσιάσεων από κάθε διάλεξη σε μια πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης και στη μετάδοση ενός μαθήματος μέσω Zoom, Teams, Webex κ.λπ.
Περιλαμβάνει ουσιαστικότερες αλλαγές, όπως είναι ο επανασχεδιασμός των μαθησιακών αντικειμένων και η προσαρμογή τους στο ψηφιακό περιβάλλον, η διαθεσιμότητα εναλλακτικών/πολλαπλών διαδρομών μάθησης, ο εμπλουτισμός του διδακτικού υλικού με πολυμεσικό περιεχόμενο και διαδραστικές εφαρμογές που προάγουν τη συνεργασία και την ενεργό συμμετοχή των φοιτητών.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat το επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης του πληθυσμού, διεθνώς, εμφανίζει διαχρονικά ανοδική τάση, τόσο στις ηλικίες 25-34 όσο και στις ηλικίες 25-64.
Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, τα άτομα ηλικίας 25-34 διαθέτουν κατά μέσο όρο υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης απ’ ό,τι τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.
Σε ό,τι αφορά στο φύλο, οι γυναίκες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπερτερούν αριθμητικά έναντι των ανδρών.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34 βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ: 42% έναντι 45% στον ΟΟΣΑ.
Αντίθετα, στις ηλικίες 25-64 το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολείπεται κατά 32% έναντι 40% στον ΟΟΣΑ. Παράλληλα, οι γυναίκες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών κατά 15%. Ωστόσο, η αμοιβή των γυναικών με πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης ανέρχεται μόλις στο 78% των αποδοχών των ανδρών.
Η απασχόληση των πτυχιούχων στην Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Επίσης, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 (76%) όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25- 34 (73%) (επίπεδα 5-8) απέχοντας 12 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.