Μεγάλο κύμα φυγής εργαζομένων, που σπεύδουν να συνταξιοδοτηθούν, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι οι νέες αιτήσεις για το 2021 θα ξεπεράσουν τις 200.000....αποκαλύπτεται σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας.
Η τάση αυτή πυροδοτείται από τον φόβο ότι η κυβέρνηση θα εφαρμόσει την έκθεση Πισσαρίδη, που συστήνει δυσμενείς αλλαγές στο Ασφαλιστικό, αλλά και την παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί ότι από την 1η Ιανουαρίου μεγάλη μερίδα ασφαλισμένων θα επηρεαστεί από δυσμενείς αλλαγές στα όρια ηλικίας, κάτι που όμως δεν ισχύει.
Τα στοιχεία του «ΑΤΛΑΣ»
Κάθε ρεκόρ αναμένεται να ξεπεράσει έως τα τέλη του έτους ο αριθμός των ασφαλισμένων που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης. Η έκθεση του συστήματος «ΑΤΛΑΣ» που δημοσίευσε το υπουργείο Εργασίας καταγράφει μεγάλη αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς τους πρώτους δέκα μήνες του 2021 υποβλήθηκαν σχεδόν όσες αιτήσεις είχαν υποβληθεί για το σύνολο του 2020, δηλαδή 169.433 για το διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2021, έναντι 170.000 για όλο το προηγούμενο έτος.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στις αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες του Κωστή Χατζηδάκη για την εκκαθάριση του τεράστιου αριθμού των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης.
Η συμμετοχή ιδιωτών στις διαδικασίες έκδοσης συντάξεων άργησε χαρακτηριστικά και η συνεισφορά τους είναι μέχρι στιγμής ελάχιστη, καθώς μόλις 179 είναι οι πιστοποιημένοι δικηγόροι και λογιστές, ενώ ύστερα από πολύ μεγάλες και αναιτιολόγητες καθυστερήσεις εξαγγέλθηκαν τελικά 500 προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στον ΕΦΚΑ.
Όμως αυτές θα γίνουν μέσα στο 2022, όταν το προσωπικό που λείπει σήμερα από το ασφαλιστικό ταμείο εκτιμάται σε περίπου 1.300 άτομα. Σταγόνα στον ωκεανό μοιάζουν επίσης τα 100 άτομα που θα προσληφθούν με 14μηνες συμβάσεις έργου για τον ίδιο σκοπό, ενώ δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε η πρόσκληση – δυνατότητα που δόθηκε σε συνταξιούχους υπαλλήλους του ΕΦΚΑ να συνδράμουν αντί αμοιβής.
Τι συστήνει ο Πισσαρίδης
Η ανακοίνωση της έκθεσης Πισσαρίδη πριν από έναν χρόνο και όσα περιλαμβάνει για το Ασφαλιστικό προκάλεσαν… τρόμο σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Μπορεί μεν η κυβέρνηση να προχώρησε σε διάψευση όσων συστήνει η επιτροπή, υιοθέτησε δε τους τελευταίους 12 μήνες σχεδόν αυτούσια τα περισσότερα από αυτά.
Επιγραμματικά, σε ό,τι αφορά το υπουργείο Εργασίας, η έκθεση σημείωνε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει στις εξής αλλαγές:
- Κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (υιοθετήθηκε μέσω του νέου επικουρικού συστήματος που θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2022)
- «Εξορθολογισμό» της χρήσης και του κόστους των υπερωριών (υιοθετήθηκε πρόσφατα, με την κατάργηση της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής εκ των προτέρων δήλωσης της υπερεργασίας)
- Τον πλήρη ανασχεδιασμό του επιδόματος ανεργίας (εξαγγέλθηκε από τον Κωστής Χατζηδάκη τον Σεπτέμβριο)
- Τη συγχώνευση όλων των σημερινών επιδομάτων σε ένα, με εξαίρεση τα επιδόματα ανεργίας, αναπηρίας και στέγασης
- Αναπροσαρμογή των κανόνων υπολογισμού της ανταποδοτικής κύριας σύνταξης ανάλογα με την ηλικία συνταξιοδότησης
- «Εξορθολογισμό» των κανόνων αναγνώρισης πλασματικών χρόνων ασφάλισης
Τι γίνεται στην πράξη
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι δύο τελευταίες από τις προτάσεις, που άπτονται του Ασφαλιστικού, είναι και οι πλέον εφιαλτικές. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, θα σήμαινε ότι ακόμη κι αν κάποιος βγαίνει στη σύνταξη με 40 έτη ασφάλισης, θα λαμβάνει μειωμένη σύνταξη εάν είναι π.χ. 62 ετών και όχι 67.
Ένας τρόπος θα ήταν η επέκταση του πέναλτι της μειωμένης συνταξιοδότησης, που φτάνει στο 30%, όχι μόνο στην εθνική σύνταξη αλλά και στο σύνολο της ανταποδοτικής. Ο προφανής στόχος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παραμονή των ασφαλισμένων στην αγορά εργασίας.
Τα πλασματικά έτη
Τη μεγαλύτερη ανησυχία προκάλεσαν οι αναφορές σε σχέση με τα πλασματικά έτη ασφάλισης, κάτι που ενίσχυσε και μια απαράδεκτη δημόσια τοποθέτηση από το υπουργείο Εργασίας. Η έκθεση Πισσαρίδη σημειώνει ότι το θεσμικό πλαίσιο για την αναγνώριση και την εξαγορά πλασματικών ετών, που οδηγεί τους ασφαλισμένους στη σύνταξη νωρίτερα, χρήζει «εξορθολογισμού».
Αυτό πρακτικά θα μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους: είτε με τον περιορισμό της δυνατότητας αναγνώρισης πλασματικών ετών είτε με αύξηση του κόστους της αναγνώρισης. Σήμερα ο νόμος ορίζει ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο μπορούν να αναγνωρίσουν έως 12 πλασματικά έτη και έως επτά στον ιδιωτικό τομέα, ενώ το κόστος της εξαγοράς εξισώθηκε στο 20% από 1/1/2020 και για τους δημοσίους υπαλλήλους και οι ασφαλισμένοι μπορούν να εξαγοράσουν στρατιωτική θητεία, γονική άδεια, εκπαιδευτική άδεια, χρόνο σπουδών, κενό χρόνο (έως ένα έτος), αναγνώριση τέκνων.
Τον Σεπτέμβριο το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε την πρόθεσή του να δώσει «παράταση της προθεσμίας υποβολής της αίτησης αναγνώρισης των πλασματικών κατά ένα έτος, δηλαδή από τις 31 Δεκεμβρίου 2021 στις 31 Δεκεμβρίου του 2022». Αυτή η αναφορά προκάλεσε πανικό, καθώς τέτοια προθεσμία δεν υφίσταται από κανέναν νόμο. Μέσω… κύκλων το υπουργείο αυτοδιαψεύστηκε, τονίζοντας ότι:
– δεν χρειάζεται κανείς ασφαλισμένος να τρέξει τώρα να πληρώσει για την εξαγορά των πλασματικών, εκτός αν απέχει ελάχιστα από την αίτηση συνταξιοδότησης
– δεν είναι στην πρόθεση του υπουργείου να καταργήσει τώρα ή στο μέλλον το μέτρο της εξαγοράς πλασματικών ετών, είτε για θεμελίωση της σύνταξης πριν από τα 62 και τα 67 είτε για προσαύξηση του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.
Τι αλλάζει από την 1η Ιανουαρίου για τα όρια ηλικίας
Οι αλλαγές που θα ισχύσουν από το νέο έτος στα όρια ηλικίας έχουν προκαλέσει σύγχυση στις τάξεις των ασφαλισμένων, που ωστόσο στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν επηρεάζονται από αυτές. Ο νόμος προβλέπει ρητά ότι από 1-1-2022 ισχύουν για όλους τους ασφαλισμένους τα γενικά όρια ηλικίας, τα 67 έτη δηλαδή για την πλήρη σύνταξη και τα 62 έτη για τη μειωμένη σύνταξη, όπου αυτή ορίζεται.
Όσοι όμως είχαν θεμελιωμένο δικαίωμα συνταξιοδότησης έως 18-8-2015, δηλαδή είχαν τότε συμπληρώσει και τα απαιτούμενα χρόνια ή ημέρες ασφάλισης και το κατά περίπτωση όριο ηλικίας, μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό.
Τέλος, οι ασφαλισμένοι που κατοχυρώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης έως 31-12-2021 μπορούν επίσης να ασκήσουν το δικαίωμά τους και μετά την 1η-1-2022, και δεν χάνουν το δικαίωμα ακόμα κι αν συμπληρώνουν το νέο όριο ηλικίας μετά την ημέρα αυτή.