«Η φτώχεια στην τρίτη ηλικία δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση κι έπειτα ο κορωνοϊός επιδείνωσαν ...την κατάσταση.
Η πραγματικότητα δεν καταγράφεται πάντα στα στατιστικά» γράφει σε αφιέρωμά της η Deutsche Welle.
Στην παράπλευρη είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, περιμένουν πολλοί άνθρωποι στην ουρά, κρατώντας σακούλες, τάπερ, καροτσάκια. Στην πόρτα γυναίκες μοιράζουν ψωμί και ένα μικρό γλυκό. Τα τάπερ έχουν φακές. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται εδώ για ένα πιάτο φαγητό είναι άνω των 60. Η φτώχεια στην τρίτη ηλικία είναι μείζον πρόβλημα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης, αναφέρει ο Ελευθέριος Κουτσαυτάκης, εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου. «Παλιά έρχονταν εδώ 50 με 60 άνθρωποι. Σήμερα 200 με 220».
Η εκκλησία έχει καθημερινά ανοιχτές τις πόρτες της για όσους έχουν ανάγκη. Στην κουζίνα το φαγητό ετοιμάζουν εθελοντές. «Το κάνω εδώ και 35 χρόνια» λέει μια κυρία ενώ καθαρίζει την κουζίνα. Μια άλλη εθελόντρια ετοιμάζει το φαγητό της επόμενης μέρας: «Για εμάς προέχει η αγάπη για τους ανθρώπους. Όλοι εδώ διακονούμε για να προσφέρουμε στον συνάνθρωπο ό,τι καλύτερο μπορούμε».
Βοήθεια άνευ όρων
Για τον πατέρα Ελευθέριο Κουτσαυτάκη τα συσσίτια δεν είναι απλώς μια εθελοντική προσφορά μετά την θεία λειτουργία. Είναι η ουσία του πνευματικού έργου, η πραγματική χείρα βοηθείας προς τον άλλο. «Δεν έχουμε face control, ποιοι θα μπουν και ποιοι όχι. Μπαίνουν όλοι. Όλοι νιώθουν ίσοι στον χώρο της εκκλησίας. Αυτό προσπαθούμε να περάσουμε στον κόσμο». Τα τελευταία χρόνια ολοένα περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στην ενορία του Αγίου Γεωργίου στη Νεάπολη για στήριξη. Ιδίως γηραιότεροι.
«Στην κρίση, με τη σύνταξη που έπαιρναν βοηθούσαν και τα παιδιά τους που ήταν άνεργα. Για αυτό τα εισοδήματά τους έπεσαν ακόμη περισσότερο και έχουν ανάγκη από βοήθεια» αναφέρει ο εφημέριος. Πλέον πολλοί δεν έχουν καν χρήματα για να πληρώσουν το ρεύμα, τη θέρμανση ή να εξασφαλίσουν ένα ζεστό γεύμα. Ο εφημέριος Ελευθέριος Κουτσαυτάκης σημειώνει ότι το πρόβλημα εμφανίζεται εντονότερο στις πόλεις, όπου η οικογενειακή συνοχή δεν είναι τόσο συμπαγής όσο στα χωριά. «Παρατηρούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν αποκομμένοι από την κοινωνία. Γι αυτό προσπαθούμε να τους δείξουμε αγάπη κι ότι είναι μέλη αυτής της κοινωνίας. Όταν μοιράζεσαι το πρόβλημά σου μικραίνει», λέει χαρακτηριστικά.
Η φτώχεια δεν θεματοποιείται από τα ΜΜΕ
«Tην περίοδο της κρίσης χρέους και των προγραμμάτων λιτότητας το θέμα της κοινωνικής ανισότητας βγήκε στο προσκήνιο. Η φτώχεια κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύθηκαν το 2019 -δηλαδή τη χρονιά πριν από την πανδημία-το 28,9% των ανθρώπων ηλικίας 18 έως 64 ετών απειλούνταν από τη φτώχεια. Kι αυτό μολονότι το μέσο εισόδημα είχε αυξηθεί κατά 7% (σε σχέση με το προηγούμενο έτος) στα 10.041 ευρώ. Συγχρόνως όμως αυξήθηκε και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών.»
Γεγονός είναι επίσης ότι το ζήτημα της φτώχειας είναι ένα βαθύτερο πρόβλημα, που αφορά ολοένα περισσότερες κοινωνικές ομάδες. Ωστόσο δεν συζητιέται σχεδόν καθόλου στα ΜΜΕ. Η αναζήτηση στο google δίνει λίγες αναφορές. Το ζήτημα των συνταξιούχων που ζουν στα όρια της φτώχειας ή υποφέρουν από φτώχεια δεν βρίσκεται στο επίκεντρο. Το γεγονός αυτό επικρίνει ο Χρήστος Τσιρώνης, κοινωνιολόγος και καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. «Πολλοί άνθρωποι που βρίσκονται στην τρίτη ηλικία είτε δεν φαίνονται στις στατιστικές είτε δεν θέλουν οι ίδιοι να παρουσιάζονται εκεί», υποστηρίζει.
Συχνά η φτώχεια επέρχεται σταδιακά πχ. με την απώλεια ενός συνοικιακού καταστήματος λίγο πριν από τη σύνταξη. Για τον Τσιρώνη η κατάσταση είναι ανησυχητική: το κοινωνικό κράτος διαρκώς συρρικνώνεται και προβάλλεται το πρότυπο μιας κοινωνίας των επιδόσεων. Ο ίδιος εκτιμά ότι: «το πιο σημαντικό, πρώτο βήμα είναι να φτιάξουμε μια κουλτούρα συνεργειών μέσω του δήμου, της τοπικής κοινότητας, της δημοτικής ενότητας, μιας ΜΚΟ, μιας ενορίας ή εθελοντικής ομάδας». Για τον Τσιρώνη αυτό που λείπει είναι η συνεργασία και όχι τόσο τα χρήματα.»