Latest News

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Βασίλης Παλαιοκώστας, ο φυγάς που έγινε θρύλος: Η πρώτη απόδραση με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό (ΒΙΝΤΕΟ-ΕΙΚΟΝΕΣ)


 Σαν σήμερα, 15 χρόνια πριν, στις 4 Ιουνίου το 2006 ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα αποδράσει για πρώτη φορά με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό, πληγώνοντας βαθιά το γόητρο... της αστυνομίας. 

Δεν θα είναι η πρώτη φορά αλλά ούτε και η τελευταία. Μαζί του θα διαφύγει και ο Αλκέτ Ριζάι.

Λίγα χρόνια αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου του 2009 κι αφού στο μεταξύ έχει και πάλι συλληφθεί, θα επαναλάβει για δεύτερη φορά τον «άθλο», ξανά με ελικόπτερο και πάλι από τις φυλακές Κορυδαλλού, παρέα και πάλι με τον Ριζάι.

Έτσι θα περάσει στην ιστορία ως ο πλέον καταζητούμενος Έλληνας δραπέτης, ζώντας ωστόσο έκτοτε ελεύθερος, καθώς παραμένει ασύλληπτος…

Η πρώτη απόδραση

Ο Βασίλης Καρίκης είναι πρώην πιλότος της πολεμικής αεροπορίας και κάνει συχνά πτήσεις με ελικόπτερο πάνω από την πόλη, προσφέροντας ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής σε όσους θέλουν να δουν την πρωτεύουσα από ψηλά. Είναι 4 Ιουνίου 2006. Κυριακή απόγευμα. Αυτή τη φορά οι πελάτες του είναι δύο άνδρες

Πέντε λεπτά μετά την απογείωση, ένας από τους δύο επιβάτες βάζει ένα όπλο στο λαιμό του Καρίκη. Λέει ότι το όνομά του είναι Νίκος Παλαιοκώστας και πως θέλει να σώσει τον αδελφό του, που παραμένει εδώ και 2.358 ημέρες στη φυλακή.

Το ελικόπτερο που χρησιμοποιήθηκε στην απόδραση του 2006 @Eurokinissi

Όπως κατέθεσε ο πιλότος του ελικοπτέρου, μία εβδομάδα πριν από την απόδραση «ένας άνδρας και δύο γυναίκες νοίκιασαν το ελικόπτερο από τον Αγιο Κοσμά για μια βόλτα πάνω από την Αθήνα». Την ημέρα της απόδρασης, «ο ίδιος άνδρας, μαζί με ένα δεύτερο άνδρα, εμφανίστηκαν και πάλι στον Αγιο Κοσμά και ζήτησαν επίσης να κάνουν βόλτα, πληρώνοντας προκαταβολικά για την ενοικίαση του ελικοπτέρου 1.400 ευρώ»

Όταν όμως απογειώθηκαν, «(…) με απείλησαν με πιστόλι και χειροβομβίδα και με υποχρέωσαν να προσγειωθώ στο προαύλιο του Κορυδαλλού, απ’ όπου πήρα τους δύο κρατουμένους».

«Προς τη γλυκιά ελευθερία…»

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιγράφει στο βιβλίο του «Μια φυσιολογική ζωή» τις στιγμές που μαζί με τον Αλκέτ Ριζάι περίμεναν το ελικόπτερο που θα τους οδηγούσε στην ελευθερία.

«Εμείς απ’ το εσωτερικό ήμασταν πανέτοιμοι, δεν μας χρειάζονταν πολλά πράγματα. Πριν από δέκα λεπτά είχα επικοινωνία με τον Σπύρο και μου είπε: “Όλα καλά μαμά, τώρα ανεβαίνουμε στο ελικόπτερο, θα τα πούμε αργότερα από κοντά”.

Υπολογίσαμε την ώρα και φύγαμε μαζί απ’ το κελί μου. Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Εγώ κράταγα μια πλαστική σακούλα που μέσα είχε μια μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία. Είχαμε επίσης από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα απ’ την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο. Δεν πέρασαν δυο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περίπου το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε απ’ τα μάτια μας. Μπήκα στα μπάνια που ήταν ακριβώς απέναντι μας και προσπάθησα να καλέσω τον μικρό στο κινητό. Δεν απαντούσε. Βγαίνοντας, ήρθε στα αυτιά μου βαρύς υπόκωφος ήχος.


«Πάμε, φίλε, έρχονται», μου είπε ο Αλκέτ. Περάσαμε μαζί την πόρτα και ο Αλκέτ την έκλεισε πίσω του. Έβγαλε απ’ τη μέση του την αλυσίδα, την πέρασε γύρω από τα κάγκελα και την κλείδωσε με το λουκέτο. Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του προαυλίου. Απλώσαμε ως σημαδούρα την κόκκινη σημαία που πάνω της είχε μαύρο φόντο τη μορφή του Τσε Γκεβάρα. (…)

Το ελικόπτερο είχε φτάσει, βρισκόταν στα εκατό μέτρα απ’ τον εξωτερικό μαντρότοιχο. Σε δευτερόλεπτα, μπήκε πάνω απ’ το κέντρο του προαυλίου, πήρε θέση προσγείωσης κι άρχισε να κατεβαίνει Η σκόνη και η άμμος του χαλικόστρωτου σηκώθηκαν στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το προαύλιο φάνταζε χτυπημένο από σφοδρή αμμοθύελλα.

Ο εκκωφαντικός, ξερός κρότος από τους έλικες, που τον πολλαπλασίαζε το τσιμεντένιο κτίριο της ακτίνας και του μαντρότοιχου, δονούσε ολόκληρη τη φυλακή, θαρρείς να την γκρεμίσει.

Το ελικόπτερο στο νεκροταφείο Σχιστού

Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ. Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα. Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο. Σε λίγο, αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς τη γλυκιά ελευθερία».

Δώρο στον πιλότο!

Λίγο αργότερα το ελικόπτερο θα προσγειωνόταν στο νεκροταφείο του Σχιστού. Εκεί τον Ριζάι και τον Παλαιοκώστα περίμεναν δύο μοτοσικλέτες διαφυγής. Πριν την αποβίβαση του ο πρώην κρατούμενος και πλέον καταζητούμενος Παλαιοκώστας θα έδινε ένα αποχαιρετιστήριο δώρο στον πιλότο για την έστω και ακούσια συμβολή του στην επιχείρηση… ελευθερία!


Όπως περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του:

«Οι τρεις κατέβηκαν και επιβιβάστηκαν στις μηχανές, ενώ εγώ έμεινα με τον πιλότο μέχρι να σβήσει τον κινητήρα του ελικοπτέρου. Είχα μαζί μου ένα κομπολόι που μου το είχε φτιάξει ο Γιώργος. Ήταν μιας κοπής. Του είχα απαγορεύσει να ξαναφτιάξει παρόμοιο! Ζητούσαν επίμονα οι υπαρχιφύλακες να τους φτιάξει το ίδιο κι εκείνος τους παρέπεμπε σε μένα να πάρουν την άδειά μου. Κανένας δεν το έκανε γιατί ήξερε την απάντηση.
Μια χαρά τα πήγες. Έλα, πάρε αυτό το κομπολόι απ’ τον Παλαιοκώστα. Είναι συλλεκτικό, εγώ δεν το χρειάζομαι πια. Και μην τολμήσεις να ξαναβάλεις μπροστά τον κινητήρα, γιατί όπου να κρυφτείς πάνω στη γη θα σε βρω και θα σε σκίσω!” Κατέβηκα απ’ το ελικόπτερο και ανέβηκα στη μηχανή που με περίμενε ο μικρός…»
.

Η σύλληψη τους ήταν πλέον ζήτημα τιμής για την ελληνική αστυνομία καθώς ο τρόπος και το «θράσος» της απόδρασης είχε κάνει τον γύρο του κόσμου εκθέτοντας τις ελληνικές αρχές και επιφέροντας ανεπανόρθωτο πλήγμα στο γόητρό τους.

Ο Αλκέτ Ριζάι θα συλληφθεί τελικά στις 8 Σεπτεμβρίου 2006 στο χωριό Πρόδρομος Βοιωτίας όπου κρυβόταν. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα χαρεί για δύο περίπου χρόνια την ελευθερία του, ωστόσο θα πέσει κι εκείνος στα χέρια της αστυνομίας, το καλοκαίρι του 2008, και συγκεκριμένα στις 20 Αυγούστου. Αλλά κι αυτή τη φορά θα είναι για λίγο…

Η δεύτερη απόδραση… καρμπόν

Οι Βασίλης Παλαιοκώστας και Αλκέτ Ριζάι μεταφέρθηκαν τον Φεβρουάριο του 2009 – και ενόψει της δίκης τους για την προ σχεδόν τριών ετών απόδρασή τους – στις φυλακές του Κορυδαλλού, όπου κρατούνταν στα κελιά της απομόνωσης, περιμένοντας την εκδίκαση της υπόθεσης από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς. Για αυτήν την υπόθεση συνολικά κατηγορούνταν 11 άτομα, ανάμεσα στα οποία και οι Βασίλης Στεφανάκος και Γιώργος Τσακογιάννης σαν οι ιθύνοντες νόες της επιχείρησης απόδρασης καθώς και οι συνεργοί που υπέθαλψαν τους δραπέτες.

Η δίκη είχε οριστεί να αρχίσει την Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου του 2009 αλλά την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009, ένα ελικόπτερο καταφτάνει και πάλι πάνω από τον προαύλιο χώρο των φυλακών Κορυδαλλού, παραλαμβάνει τους Παλαιοκώστα και Ριζάι, και εξαφανίζεται, παρά τους πυροβολισμούς που δέχτηκε από τους φύλακες του προαυλίου…

The Uncatchable

Η δεύτερη κινηματογραφική απόδραση «καρμπόν» θα γίνει αστραπιαία και για μέρες πρώτη είδηση σε όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα και θα θρέψει τον μύθο του Παλαιοκώστα, που ήδη φέρει έτσι κι αλλιώς το προσωνύμιο «Ρομπέν των φτωχών», καθώς μαρτυρίες τον θέλουν να μοιράζει χρήματα (από την παράνομη δράση του) σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη.

Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή του σε οποιαδήποτε ληστεία του έχει χρεωθεί εκτός από αυτές των τραπεζών.

«Ο,τι άλλο έχει να κάνει με ένοπλη ληστεία και κατηγορήθηκα (τράπεζες, σούπερ μάρκετ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ και ένα σωρό άλλα) ήταν πλεκτάνες-χρεώματα της ΕΛ.ΑΣ.! Εως και τώρα, δεν έχω διαπράξει ποτέ ένοπλη ληστεία σε οποιονδήποτε άλλον οργανισμό πέρα από τράπεζες. Κυριολεκτώ-ακριβολογώ! Δεν ξόδεψα την περισσότερη ζωή μου κυνηγημένος για να υπηρετώ το ψέμα» θα γράψει χρόνια αργότερα ο ίδιος.

Το BBC τον Σεπτέμβριο 2014 θα τον αποκαλέσει «λαϊκό ήρωα» σε εκτενές αφιέρωμα, που θα φέρει τον τίτλο “The uncatchable” (O Άπιαστος).

Photo @BBC

«Επί χρόνια παραβίαζε το νόμο. Απέδρασε δύο φορές από τη φυλακή με ελικόπτερο. Χάρισε εκατομμύρια στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του μεγαλύτερου Έλληνα καταζητούμενου που κατάφερε να γίνει ένας λαϊκός ήρωας» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του αφιερώματος.

Οι αρχές έφτασαν πολύ κοντά στη σύλληψη του τον Απρίλιο του 2009 στο Αλεποχώρι, ωστόσο εκείνος κατάφερε και πάλι να διαφύγει. Έκτοτε παραμένει ασύλληπτος…

Το 2019 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του που έγινε ανάρπαστη και έκανε πολύ σύντομα αρκετές επανεκδόσεις. Οι τελευταίες λέξεις του βιβλίου είναι οι εξής:

«Θα παραμείνω με τους ξεχωριστούς, τους άπιαστους. Με εκείνους που επέλεξαν συνειδητά να πορεύονται διάγοντας μια φυσιολογική ζωή, αντιδρώντας σε έναν αφύσικο κόσμο…»

Πηγές: Βασίλης Παλαιοκώστας – Μια φυσιολογική ζωή (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2019), wikipedia, BBC