Ο Λάκης Λαζόπουλος, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου» αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της... ζωής του.
Ο γνωστός καλλιτέχνης, έχοντας την ανάγκη να μοιραστεί με τον απλό κόσμο κάποιες προσωπικές του εμπειρίες, ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του και μιλάει για τις απίστευτες συμπτώσεις που έζησε και που πραγματικά φαντάζουν απίθανες.
Διαβάστε παρακάτω τι αποκάλυψε σε συνέντευξή του στο περιοδικό OK.
Έχεις νιώσει ότι μπορεί ίσως να έχεις αδικήσει κάποιους ή να έχεις υπάρξει πιο επιθετικός από όσο θα έπρεπε μέσα από τη σάτιρα όλα αυτά τα χρόνια;
Αυτή την ερώτηση την κάνω συχνά στον εαυτό μου. Αλλά πιστεύω πως δεν έχω αδικήσει κανέναν, με την εξής έννοια: Όταν ξεκινώ να γράψω κάτι, ξέρω μέσα μου ότι ο στόχος μου είναι να γελάσει ο κόσμος. Ποτέ δεν θέλω κάποιον να τον αδικήσω. Πραγματικά δεν λειτουργώ καθόλου στη λογική «μου έκανες, θα σου κάνω». Για μένα είναι αρχή αυτό, η αρχή του Αριστοφάνη.
Για μένα ο τρόπος έκφρασης είναι και η βάση του αστείου. Ο τρόπος που λέγεται κάτι είναι πιο σημαντικός και από αυτό που λες. Ποτέ δεν έκανα σάτιρα για να προσβάλω κάποιον. Αυτό που λέω το εκφράζω με συγκεκριμένο τρόπο, Αναφέρομαι σε όσα συζητούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Αποδίδω μια εποχή. Μια κατάσταση είναι σαν μισή φωτογραφία. Αν σε αυτή τη φωτογραφία πας να κάνεις διορθώσεις σύμφωνα με το politically correct, αλλοιώνεις την πραγματικότητα. Εγώ δεν ήρθα να αλλοιώσω μια πραγματικότητα, αλλά να αποδώσω μια πραγματικότητα σε μια συγκεκριμένη εποχή.
Πώς αντιμετώπιζε η οικογένειά σου τον πόλεμο που δέχτηκες τότε;
Η Τασούλα ποτέ δεν φοβήθηκε. Ούτε και τον θάνατο. Αλλά όταν ένιωθε πως εγώ είμαι μπερδεμένος, μου έλεγε «πάτα ένα φρένο». Ποτέ, όμως, δεν με εμπόδισε σε οτιδήποτε. Όμως με έκρινε, μάλιστα αυστηρά. Δεν ήταν χαριστική μαζί μου.
Μέσα από το βιβλίο μας συστήνεις την Τασούλα, αλλά παράλληλα ξεδιπλώνεις και τη σχέση σου με τους γονείς σου και μια σειρά από συμπτώσεις – κάποιες συγκλονιστικές. Η μητέρα και η γυναίκα σου «έφυγαν» στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου.
Όταν, είχα πάει τη μητέρα μου στο δωμάτιο αυτό, με το που μπήκε μου είχε πει: «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το δωμάτιο. Πες να φύγω». Και όταν μπήκε και πάλι στην εντατική και κάναμε την τελευταία κουβέντα μας, που γελούσαμε θυμάμαι, μου είπε:
«Πάρε με από εδώ μέσα, θέλω να βλέπω το βουνό. Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος». Όταν λοιπόν ξαναβρέθηκα εκεί με την Τασούλα, αυτή τη φορά πάγωσε η ψυχή μου.
Η μητέρα σου είχε δώσει μια συνέντευξη στον Μένιο Φουρθιώτη η οποία δεν προβλήθηκε όταν γυρίστηκε, αλλά πολύ αργότερα, μετά τον θάνατό της. Κάνεις μια αναφορά στο βιβλίο σε αυτό το περιστατικό.
Είχε έρθει στο σπίτι μας στη Λάρισα. Της είχε πει κάτι που δεν ίσχυε για να την πείσει να του μιλήσει. Η μητέρα μου δεν είπε κάτι κακό, αλλά δεν μου άρεσε που μπήκε κάποιος μέσα στο σπίτι μας χωρίς να πει γιατί είναι εκεί και ποιος είναι ο σκοπός του. Όταν παραβιάζεις το σπίτι μου, μπορώ να τρελαθώ. Όταν μου το είπε, άρχισα να της φωνάζω, της έλεγα «μα σου έχω πει να μη μιλάς».
Τότε ο Φουρθιώτης συνεργαζόταν με μια εκπομπή του ΑΝΤ1, έτσι είχα τηλεφωνήσει στον Γιάννη Λάτσιο και τον είχα παρακαλέσει να μην παίξει η συνέντευξη, κάτι που σεβάστηκε. Κράτησε λοιπόν τη συνέντευξη ο Φουρθιώτης και την έπαιξε όταν πέθανε π μητέρα μου σε άλλο κανάλι όπου είχε τότε εκπομπή.
Το 2008 έκανες ένα τεστ DNA. Ήταν λίγο καιρό μετά την υπόθεση με το «Therapin». Περιγράφεις πόσο σημαντικό ήταν για την Τασούλα να δημοσιοποιήσεις αυτό το τεστ που επιβεβαίωνε πως δεν έχεις κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών. Δεν το δημοσιοποίησες όμως τότε, αλλά τώρα μέσα από το βιβλίο. Γιατί δεν το έκανες νωρίτερα;
Γιατί μου άρεσε να παρεξηγούμαι. Αν το είχα δημοσιοποιήσει, θα σταματούσα την κουβέντα. Εμένα δεν μου αρέσει να σταματώ την κουβέντα, γιατί θέλω να βλέπω τα βλέμματα των άλλων, θέλω να ξέρω τη σκέψη του άλλου. Τι θα μου πει, πώς θα μου το πει. Αν του το λύσω, χάνεται.
Όποια άσκηση έχεις λύσει στη ζωή σου μετά την προσπερνάς. Όλες οι άλλες ασκήσεις μένουν πάνω στο τραπέζι. Μου αρέσει το άλυτο της άσκησης γιατί σε ξαναφέρνει κοντά – εξετάζεις και επανεξετάζεις τον άνθρωπο. Ήταν κι αυτό μια αμφιβολία για μένα για πολλά χρόνια.
Και παρέμενε μια εκκρεμότητα. Μόνο όσοι με ξέρουν καλά, πως είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύει 16 ώρες τη μέρα και αποφασίζει και σκέφτεται και αντιμετωπίζει πολέμους, μόνο αυτοί ήξεραν πως δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι χρήστης.