Ο Αλαίν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν, γεννήθηκε το 1935, και προικίστηκε με μια σπάνια ομορφιά, μελαχρινός με βαθιά υγρά μπλε μάτια, και δύο λακκάκια που... σχηματίζονταν μόλις χαμογελούσε.
Ο Αλαίν έμεινε σε θετούς γονείς γιατί οι δικοί του χώρισαν όταν αυτός ήταν 4 ετών. Πήγε σε αυστηρό καθολικά σχολεία από τα οποία κάθε τόσο αποβάλλονταν λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Τελικά στα 14 χρόνια του εγκατέλειψε το σχολείο, και βρέθηκε να υπηρετεί στο πολεμικό Ναυτικό της Γαλλίας στα 17 του χρόνια, συμμετέχοντας σαν πεζοναύτης στον Πόλεμο της Ινδοκίνας, το 1953-54. Πάντα ήταν απείθαρχος, κι έτσι από τα 4 χρόνια που υπηρέτησε στο Ναυτικό, τους 11 μήνες τους πέρασε στις στρατιωτικές φυλακές.
Ο Αλαίν Ντελόν, το 1956 απολύθηκε από το Ναυτικό, και βρέθηκε στο Παρίσι κάνοντας δουλειές του ποδαριού, ώσπου αποφάσισε να ακολουθήσει τη φίλη του ηθοποιό Μπριζίτ Ομπέρ, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στις Κάννες, αναζητώντας την τύχη του. Έτσι, κάποιος κυνηγός ταλέντων του μεγάλου παραγωγού του Χόλυγουντ Ντέιβιντ Σέλτζνικ τον πρόσεξε, αλλά καθώς δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα, έκανε τελικά το ντεμπούτο του κάτω από τις οδηγίες του σκηνοθέτη Υβ Αλεγκρέ και έκανε τρεις ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του 1950, από τις οποίες μία ήταν με τον πρωτοεμφανιζόμενο Ζαν Πολ Μπελμοντό και μία με την υπέροχη Ρόμι Σνάιντερ με την οποία είχε και δεσμό.
Το 1960, ο Αλαίν έκανε δύο ταινίες που τον καθιέρωσαν, το «Plein Soleil» του Ρενέ Κλεμέν, που στην ουσία είναι το έργο της Πατρίτσια Χάισμιθ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», με συμπρωταγωνιστή τον Μωρίς Ρονέ στο ρόλο του πλούσιου, και την ταινία «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Λουκίνο Βισκόντι.
Μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, και ο Αλαίν Ντελόν έγινε ένα αστέρι του παγκόσμιου κινηματογράφου, διαγράφοντας μια από τις μεγαλύτερες καριέρες για Ευρωπαίο ηθοποιό και μάλιστα γαλλόφωνο.
Η «σκοτεινή πλευρά» του Αλαίν Ντελόν
Οι περισσότεροι ρόλοι του ήταν ρόλοι γκάνγκστερ, κάτι που σε συνδυασμό με την ομορφιά του Αλαίν Ντελόν, δημιουργούσε ένα «σατανικά γοητευτικό» αποτέλεσμα, ειδικά για τις γυναίκες θαυμάστριές του. Πίσω όμως από τους ρόλους, υπήρχε και μια πραγματικά σκοτεινή πλευρά του Αλαίν Ντελόν.
Ο Αλαίν Ντελόν, είχε σχέσεις με την ακροδεξιά, διοργάνωνε αγώνες μποξ, ενώ κυκλοφορούσαν φήμες ότι στην πραγματικότητα είχε υπηρετήσει στη Λεγεώνα των Ξένων. Επίσης πολλά λέγονταν για επαφές που είχε με την μαφία των Κορσικανών. Όλα αυτά συνέτειναν στο ν’ αυξηθεί η φήμη του, και έδιναν στη γοητεία του μια εγκληματική χροιά.
Όλα αυτά όμως αποκαλύφθηκαν σε μια υπόθεση που συντάραξε τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ο Αλαίν Ντελόν, είχε ένα σωματοφύλακα ονόματι Στέφαν Μάρκοβιτς. Η γνωριμία τους έγινε τη δεκαετία του 1950, στο Βελιγράδι όπου ο Ντελόν είχε βρεθεί για κάποια γυρίσματα. Κάποια μέρα ο Μάρκοβιτς και ο φίλος του Μίλος Μιλόσεβιτς συμμετείχαν σε κάποια συμμορία που λυμαινόταν τους δρόμους της πόλης και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες γνωρίστηκαν με τον Ντελόν, ο οποίος τους προσέλαβε σαν σωματοφύλακες. Ο Μάρκοβιτς, που είχε στενές σχέσεις με τον υπόκοσμο στη Γιουγκοσλαβία (ήταν και έμπιστος φίλος του Σέρβου γκάνγκστερ Νικόλα Μιλίνκοβιτς) ακολούθησε τον Αλαίν Ντελόν στο Παρίσι, και συνέχισε να εργάζεται γι’ αυτόν σαν σωματοφύλακας και άνθρωπος «γενικών καθηκόντων». Αναλάμβανε να διεκπεραιώνει δουλειές που αφορούσαν τη διοργάνωση αγώνων μποξ και παράνομων στοιχημάτων, αλλά και διάφορες «λεπτές υποθέσεις». Δηλαδή εκτός από το σωματοφύλακα, έκανε και διάφορες βρώμικες δουλειές για χάρη του διάσημου αφεντικού του.
Ο Αλαίν Ντελόν, διατηρούσε ένα κρυφό διαμέρισμα στο Παρίσι, ειδικά για τις ερωτοδουλειές του. Το σπίτι αυτό, εκτός από τον Αλαίν Ντελόν, το χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς και κάποιοι φίλοι του ηθοποιού, συνήθως άνθρωποι επώνυμοι και ισχυροί, οι οποίοι δεν ήθελαν να ρισκάρουν την αποκάλυψη της ερωτικής τους ζωής καταφεύγοντας σε κάποιο ξενοδοχείο. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς, έχοντας σχέσεις εμπιστοσύνης με τον Αλαίν Ντελόν, και βασιζόμενοι στην εχεμύθειά του, δανείζονταν το σπίτι αυτό για τις ερωτικές συνευρέσεις τους. Κανείς στο Παρίσι δεν ήξερε τι ακριβώς γινόταν, ούτε πού βρισκόταν αυτό το σπίτι. Όμως οι υψηλές γνωριμίες του Αλαίν Ντελόν με τους πλούσιους και διάσημους, και κυρίως με σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα της Γαλλίας, έκαναν όλο το Παρίσι να υποπτεύεται, να φαντασιώνεται, και να ψιθυρίζει.
Κλειδιά αυτού του σπιτιού εκτός από τον Αλαίν Ντελόν είχε και ο Στέφαν Μάρκοβιτς που ήταν επιφορτισμένος να φροντίζει το σπίτι, να το ανεφοδιάζει με τρόφιμα και ποτά, και ότι άλλο χρειαζόταν μια ερωτική φωλιά πολυτελείας. Ο Μάρκοβιτς, όμως, ήταν χαρτοπαίκτης (και χαρτοκλέφτης) και είχε μεγάλα χρέη σε λέσχες του Παρισιού, πράγμα που μπορούσε να τον κάνει ευάλωτο σε πιθανούς εκβιασμούς. Επίσης συμμετείχε σε ερωτικά όργια, και κάποιοι γνώριζαν ότι παγίδευε τα δωμάτια με κάμερες αποκομίζοντας οπτικό υλικό που μπορούσε να βλάψει το στάτους και την υπόληψη των ερωτικών παρτενέρ του. Ψιθυριζόταν επίσης ότι κατά καιρούς είχε επιχειρήσει να εκβιάσει κάποια άτομα αποσπώντας τους χρήματα.
Η ανεξιχνίαστη δολοφονία Μάρκοβιτς
Την 1η Οκτωβρίου του 1968, μια είδηση του αστυνομικού δελτίου συντάραξε το Παρίσι. Σε ένα σκουπιδότοπο στο χωριό Ελανκούρ, στην περιοχή Υβελίν, 50 περίπου χιλιόμετρα δυτικά του Παρισιού βρέθηκε το πτώμα του Μάρκοβιτς, τυλιγμένο με κάποιο μουσαμά.
Ο φόνος διερευνήθηκε χωρίς να διαλευκανθεί ποτέ, αλλά στις ανακρίσεις ενεπλάκη το όνομα του Αλαίν Ντελόν αλλά και του φίλου του, Κορσικανού παρανόμου και ληστή τραπεζών, Φρανσουά Μαρκαντονί. Αυτό έγινε γιατί λίγο καιρό πριν το χαμό του, ο Στέφαν Μάρκοβιτς σε ένα γράμμα προς τον αδελφό του Αλεξαντάρ Μάρκοβιτς, ανέφερε ότι αν του συμβεί κάποιο ατύχημα υπεύθυνοι θα είναι ο Ντελόν και ο Κορσικανός Μαρκαντονί.
Η αστυνομική έρευνα έκανε λόγο για εμπλοκή πολιτικών προσώπων σε ερωτικά συμπλέγματα, και ο αστυνομικός διευθυντής Λουσιέν Εμέ Μπλαν ανακάλυψε κάποιες ερωτικές φωτογραφίες της κύριας Κλοντ Πομπιντού, συζύγου του πρωθυπουργού Ζορζ Πομπιντού, τον οποίο αντιμάχονταν οι υποστηρικτές του προέδρου Σαρλ Ντε Γκωλ. Ο Κορσικανός Μαρκαντονί συνελήφθη και κατηγορήθηκε για το φόνο του Μάρκοβιτς, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος αφού δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του.
Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη, ενώ ο Πομπιντού κατηγόρησε τους Λουί Βαλόν και Ανρί Καπιτάν, πράκτορες της SDECE (η ΕΥΠ της Γαλλίας) ότι έστησαν την υπόθεση για να τον βλάψουν ηθικά και να τον εξαναγκάσουν να εγκαταλείψει την πολιτική. Αργότερα, άφησαν να διαρρεύσει ότι στις επίμαχες λεσβιακές φωτογραφίες δεν απεικονιζόταν η κυρία Πομπιντού, αλλά κάποια 40άρα πρώην ιερόδουλος που της έμοιαζε, και επιλέχθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Ο Ζορζ Πομπιντού ομολόγησε ότι είχε παρευρεθεί σε πάρτι με τον Αλαίν Ντελόν και τον Στέφαν Μάρκοβιτς, αλλά ότι δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο, και πως όλα έγιναν για να χάσει τις εκλογές του 1969.
Πράγματι, όταν ο Πομπιντού κέρδισε τελικά τις εκλογές του 1969, κι έγινε πρωθυπουργός, όρισε επικεφαλής της SDECE (υπηρεσίας πληροφοριών) τον Αλεξάντρ ντε Μαρένς, με τη ρητή εντολή να ξηλώσει τους παρακρατικούς θύλακες και να αναδιοργανώσει την υπηρεσία.
Το 2000, ο ερευνητής Μπερνάρ Βιολέ εξέδωσε το βιβλίο «Το μυστήριο Ντελόν» το οποίο απαγορεύτηκε αμέσως. Ήταν η πρώτη φορά στη νομική και εκδοτική ιστορία της Γαλλίας που απαγορεύτηκε ένα βιβλίο πριν καν κυκλοφορήσει. Λέγεται ότι αυτό έγινε επειδή ο Ντελόν (ο μόνος από την ιστορία αυτή που είναι ακόμη ζωντανός) δεν το ενέκρινε. Στο Παρίσι λέγεται επίσης, ότι πιθανότατα ο Μάρκοβιτς δολοφονήθηκε με διαταγή του Αλαίν Ντελόν, ή ότι δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον Αλαίν Ντελόν ώστε να διασφαλιστεί ότι η υπόθεση αυτή θα έληγε οριστικά. Έτσι, έστω και ανεπίσημα, ο Αλαίν Ντελόν επιβεβαίωσε τον τίτλο της ταινίας, «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο».