Ο ηρωισμός και η ανδρεία του αναγνωρίστηκε ακόμα και από τους βασανιστές του. Ο ίδιος όχι μόνο δεν λύγισε αλλά κατάφερε να αποτελέσει σύμβολο, της Aντίστασης κατά ...της Χούντας.
Ο λόγος για τον Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος έφυγε από την ζωή την 1η Μαϊου του 1976.
Ο Αλέκος Παναγούλης γεννήθηκε στην Γλυφάδα. Ήταν ο δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη και του Βασίλειου Παναγούλη, ο οποίος ήταν αξιωματικός στον στρατό ξηράς. Αδερφός του ήταν ο Γεώργιος Παναγούλης, θύμα του καθεστώτος των Συνταγματαρχών και ο Στάθης Παναγούλης μετέπειτα πολιτικός. Η καταγωγή του από την πλευρά του πατέρα του ήταν από την Λάμπεια Ηλείας, ενώ από αυτή της μητέρας του από τον Σύβρο Λευκάδας.
Ελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα από μικρός
Μεγάλωσε στην Λευκάδα και στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και πιο συγκεκριμένα στην Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων. Αρχικά αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος… Ο ίδιος ήταν από μικρός ελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα από νεαρή ηλικία να ενταχτεί στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις του τόπου και πιο συγκεκριμένα στην Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου.
Η πολιτική του δράση
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα από νεαρή ηλικία να ενταχτεί στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις του τόπου και πιο συγκεκριμένα στην Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Παράλληλα εντάχτηκε και στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.), η οποία στην συνέχεια μετονομάστηκε σε Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.), της οποίας και ανέλαβε την προεδρία στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.
Η αντιδικτατορική δράση του
Έπειτα από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο Παναγούλης πέρασε αμέσως στην παράνομη δράση του, εναντίον της χούντας . Αρχικά λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο ίδιος την περίοδο που έγινε το πραξικόπημα υπηρετούσε στο 85ο Σύνταγμα Πεζικού στη Βέροια. Στην συνέχεια ίδρυσε την «Εθνική Αντίσταση», ενώ έπειτα αποφάσισε να καταφύγει στην Κύπρο, προκειμένου να οργανώσει το σχέδιο δράσης του. Εκεί θα έρθει σε επαφή με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, όπου και θα του ζητήσει να συνδράμει στον σκοπό του. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου μαζί με στενούς του συνεργάτες σχεδίασε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου του 1968 κοντά στη Βάρκιζα.
Η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου
Tο πρωί της 13ης Αυγούστου, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν από το Λαγονήσι στην Αθήνα. Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, η οποία όπως συνήθως ξεκίνησε από την έπαυλη του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου.
Μπροστά προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες. Πιο πίσω ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα, ενώ σε απόσταση 10 χιλιομέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η φάλαγγα κινούταν κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας έγινε μία εκκωφαντική έκρηξη μέσα στη σήραγγα, κάτι που είχε σαν συνέπεια να ανοίξουν δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου.
Ήταν ξεκάθαρο ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, όμως καθυστέρησε να γίνει ένα με δύο δευτερόλεπτα. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι άντρες της ασφάλειας έτρεξαν επί τόπου, ενώ από τον ασύρματο ειδοποιήθηκε η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής, η οποία κατέφτασε σε λίγα λεπτά στην περιοχή την οποία και απομόνωσε. Μετά από συστηματική έρευνα εντοπίστηκε ο Παναγούλης ντυμένος με μαγιό και κρυμμένος κάτω από έναν βράχο. Ο ίδιος παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Το μόνο που είπε ήταν ότι δεν είχε συνεργούς, ενώ μετά από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητα του, ενώ όσον αφορά τα εκρηκτικά που χρησιμοποιήθηκαν αυτά έφτασαν στην Ελλάδα, μέσα σε διπλωματικούς σάκους του υπουργείου Εξωτερικών.
Τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ
Ο Αλέκος Παναγούλης οδηγήθηκε στην συνέχεια στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Την ανάκριση του είχε αναλάβει ένας από τους πιο διαβόητους βασανιστές της Χούντας ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ενώ το ίδιο βράδυ έφτασε επειγόντως από την Δράμα όπου και βρισκόταν ο διοικητής της ΕΣΑ Δημήτρης Ιωαννίδης.
Τα βασανιστήρια στα οποία και αποβλήθηκε παρέπεμπαν σε αυτά της ιεράς εξέτασης. Τον κρέμασαν ανάποδα, του έκαναν φάλαγγα, του τρύπησαν την ουρήθρα με βελόνα, τον ξυλοκόπησαν, τον ταπείνωσαν. Ωστόσο παρά τα βασανιστήρια που δέχτηκε προκειμένου να καταδώσει τους συνεργάτες του δεν μίλησε.
Ο ίδιος άντεξε με απαράμιλλη γενναιότητα, κάτι που οδήγησε τον Ιωαννίδη να αναγνωρίσει στο τέλος ότι δεν πρόκειται να μιλήσει ποτέ. Μάλιστα τον χαρακτήρισε ως τον έναν στο εκατομμύριο που θα άντεχε. Ο Παναγούλης σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «Καθημερινή» μετά την αντιπολίτευση ανέφερε τα εξής: «Ύστερα από αυτή την πρώτη φορά, τον ξαναείδα στις 28 Αυγούστου, δηλαδή 15 μέρες αργότερα. Ήταν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου με είχαν πάει πληγιασμένο, σε κωματώδη κατάσταση, επειδή αρνιόμουν να πάρω τροφή. Μετά συνήλθα από το κώμα, με είχαν αλυσοδεμένο στο κρεβάτι. Ο Ιωαννίδης ζύγωσε, μαζί με τον αρχηγό των βασανιστών μου, τον Θεοφιλογιαννάκο, κι αμέσως ο Θεοφιλογιαννάκος ρίχτηκε επάνω μου φωνάζοντας: "Μίλα. μίλα ή θα σε κάνω να μιλήσεις εγώ. Μην πιστέψεις ότι θα γλυτώσεις, επειδή είσαι στο νοσοκομείο".
Μην έχοντας τη δύναμη να του απαντήσω, τον έφτυσα στο πρόσωπο. Ο Θεοφιλογιαννάκος απάντησε με μια φοβερή γροθιά. Το αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα κι από τη μύτη μου, μα ο Ιωαννίδης σήκωσε το χέρι, σάμπως αγανακτισμένος ή σα να ήθελε να τον σταματήσει και είπε: "Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του". Έπειτα στράφηκε σε μένα, και πάντα ψύχραιμος και ήρεμος, πρόσθεσε: «Θα σε τουφεκίσω».
Στις 20 Οκτωβρίου του 1968 δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου, το οποίο είχε εκδοθεί στις 2 Οκτωβρίου. Στο εν λόγω πόρισμα περιγράφονταν οι λεπτομέρειες της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του Παπαδόπουλου, που είχε οργανώσει ο Παναγούλης, μαζί με τους Ζαμπέλη, Λεκανίδη, αλλά και για τον ρόλο που είχε ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης υπουργός Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου.
«Η ενεργός ανάμιξις τούτου εις τον αποκλειστικόν εφοδιασμόν της οργανώσεως, διά παντοειδούς στρατιωτικού υλικού, το οποίον αποστέλλει δι' επισήμου οδού εις την Ελλάδα και η εν γένει οικονομική ενίσχυσις ταύτης, τυγχάνει σκανδαλώδης και προκαλεί κατάπληξιν, διότι σπανίως, αν μη ουδέποτε, εμφανίζεται εις πρόσωπα κατέχοντα επισήμους θέσεις. Έχει το ψευδώνυμον "Ακρίτας", είναι ο στρατιωτικός αρχηγός της οργανώσεως "Ελληνική Αντίσταση"... Επίσης καλύπτει απολύτως και τον καταζητούμενον Α. Παναγούλην, κατά την πρώτην μετάβασιν τούτου εν Κύπρω, ότε παρέμεινεν εκεί επί εν περίπου εξάμηνον, τελικώς δε τον εφοδιάζει με γνήσιον κανονικόν διαβατήριον...» αναφερόταν χαρακτηριστικά σε αυτό.
Έπειτα από την δημοσιοποίηση του πορίσματος του Θεοφιλογιαννάκου, ο Γεωρκάτζης υπέβαλε την παραίτηση του, ωστόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, με δηλώσεις που έκανε έσπευσε να τον καλύψει. Ωστόσο η Χούντα έστειλε τελεσίγραφο στον Κύπριο πρόεδρο, με το οποίο τον απειλούσε με διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Στις 27 Οκτωβρίου ο Γεωργκάτζης φεύγει στο Λονδίνο, απ΄όπου την 1η Νοεμβρίου θα στείλει νέα επιστολή παραίτησης στον Μακάριο, η οποία θα γίνει αποδεκτή.
Η δίκη του Παναγούλη και η καταδίκη του σε θάνατο
Στις 4 Νοεμβρίου αρχίζει η δίκη του Παναγούλη, αλλά και των υπολοίπων συλληφθέντων μελών της οργάνωσής του, για την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Εκτός από τον Παναγούλη στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα καθίσουν οι μετέπειτα υπουργοί του ΠΑΣΟΚ Λευτέρης Βερυβάκης και Σάθης Γιώτας.
Στις 17 Νοεμβρίου εκδίδεται η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου, η οποία καταδικάζει σε θάνατο τον Παναγούλη, ενώ μεταξύ άλλων καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη τους Λευτέρη Βερυβάκη. Ο Στάθης Γιώτας καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 10 ετών, όπως και οι Ιωάννης Κλωνιζάκης, Νικόλαος Λεκανίδης, Γεώργιος Ελευθεριάδης, Νικόλαος Ζαμπέλης και Γεώργιος Αβράμης που καταδικάστηκαν σε ποινές 1-4 ετών με αναστολή, σ΄αντίθεση με τους Παπούλια, Σιγάλα και Τιμογιαννάκη που αθωώθηκαν.
«Πρόκειται για μια αληθινή πολιτική δολοφονία που προορίζεται να συγκαλύψει την αδυναμίας ενός καθεστώτος, το οποίο τίθεται πλήρως υπό αμφισβήτηση από τις επαναστατικές αντιδράσεις του ελληνικού λαού» ανέφερε χαρακτηριστικά για την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου ο Γάλλος Ντενί Λανγκλουά, που ήταν εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος ήταν παρατηρητής στη δίκη. Ωστόσο παρά την απόφαση που καταδίκαζε τον Παναγούλη σε θανατική ποινή, η ποινή δεν εκτελέστηκε καθώς ασκήθηκαν σοβαρότατες διεθνείς πιέσεις, από την παγκόσμια κατακραυγή, προκειμένου να αποτραπεί η εκτέλεση του.
Η πρώτη του απόδραση
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Χούντα να υποκύψει στις πιέσεις, με συνέπεια η ποινή να παραμείνει ανεκτέλεστη. Ο Παναγούλης αρχικά θα μεταφερθεί στις φυλακές της Αίγινας και στην συνέχεια στις φυλακές του Μπογιατίου. Εκεί θα γνωριστεί με τον στρατιώτη Γιώργο Μωράκη, τον οποίο και έπεισε στο να τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Στις 5 Ιουνίου 1969 αμφότεροι δραπέτευσαν, ωστόσο τρεις μέρες αργότερα θα συλληφθεί προδομένος από έναν ξάδερφο του Μωράκη, που εισέπραξε την αμοιβή της επικήρυξής του.
Η απόπειρα δολοφονίας του
Στις 9 Απριλίου του 1970 γίνεται απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Το αχυρένιο στρώμα που είχε έπιασε φωτιά, κάτι που είχε σαν συνέπεια να πνιγεί από τους καπνούς. Ο ίδιος θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο όταν έπεσε σε κώμα, με τους γιατρούς να ζητούν την κατεπείγουσα μεταφορά του. Στο αίμα του βρέθηκε 92% διοξείδιο του άνθρακα και καταφέρνει να επιβιώσει μόνο από θαύμα.
Η δεύτερη απόδραση του και η απομόνωση
Στις 5 Ιουνίου ο Παναγούλης θα αποδράσει εκ νέου από την φυλακή, ωστόσο θα συλληφθεί ξανά. Θα μεταφερθεί προσωρινά στο στρατόπεδο στο Γουδή, ενώ ένα μήνα μετά θα πάρει τον δρόμο για τις φυλακές του Μπογιατίου. Εκεί θα οδηγηθεί στην απομόνωση, απ΄όπου και επιχείρησε να αποδράσει δύο φορές, δείχνοντας πως είχε ακόμα μέσα του ακατάλυτες δυνάμεις.
Η αμνηστία και η αυτοεξορία του στην Ιταλία
Μετά από τεσσεράμισι σχεδόν φυλάκισης του, τον Αύγουστο του 1973 ο Παναγούλης θα περάσει το κατώφλι της φυλακής, έπειτα από γενική αμνηστία που απένειμε η Χούντα στους πολιτικούς κρατούμενους. Στην συνέχεια θα αυτοεξοριστεί στην Ιταλία και στην Φλωρεντία. Εκεί θα γνωριστεί με την μετέπειτα σύντροφο και βιογράφο του, την Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι. Μάλιστα σε συνέντευξη που έδωσε στην ίδια είχε αναφέρει την περίφημη φράση «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Η περιγραφή των βασανιστηρίων του
Το 1975 έγινε η δίκη των βασανιστών της Χούντας, στην οποία ο Αλέκος Παναγούλης ήταν ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας. Ο ίδιος στεκόμενος ενώπιον των βασανιστών του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια, τα όσα είχε ζήσει τόσο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όσο και στις φυλακές. «Αυτός που μου κρατάει το κεφάλι αρχίζει να το χτυπάει στον τοίχο. Χτυπάνε σαν μανιακοί. Είναι μανιακοί. Με βρίζουν με τις χειρότερες λέξεις. Με τη γλώσσα στεγνωμένη, προσπαθώ να πετάξω καμιά βρισιά να εξαγριώσω τον Θεοφιλογιαννάκο. Αρπάζει το κλομπ από τον Μπάμπαλη και αρχίζει να με χτυπάει παντού, μέχρις ότου το σώμα μου δεν αντιδράει στα χτυπήματα. Το αίμα δεν κυκλοφορεί πια. Τα σίδερα του κρεβατιού έχουν μπει στο σώμα και ο πόνος φαίνεται σαν βελονιές. Αισθάνομαι να παραλύω. Πότε θα τελειώσει; Ένα χέρι μου φράζει το στόμα. Μου κλείνουν τη μύτη και το στόμα. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Είναι το πιο οδυνηρό μαρτύριο. Χτυπήστε με όσο θέλετε, αλλά μην με πνίγετε, σκέφτομαι και συγκεντρώνω κάθε υπόλοιπο δύναμης. Πάλι το χέρι που μου φράζει το στόμα. Πνίγομαι. Πνίγομαι… Μια κραυγή. Ένα χέρι που είναι κοντά μου το δαγκώνω. Είναι ο Θεοφιλογιαννάκος. Μετά ένας λήθαργος» ήταν μερικά από τα λεγόμενα του.
Η Μεταπολίτευση και ο θάνατος του
Στις 17 Νοεμβρίου του 1974 ο Αλέκος Παναγούλης θα εκλεγεί βουλευτής της Β΄Αθηνών με την Ένωση Κέντρου Νέων Δυνάμεων. Έπειτα από την εκλογή του, ο ίδιος επεδίωξε την απομόνωση των πολιτικών, οι οποίοι συνεργάστηκαν με το καθεστώς της Χούντας… Μάλιστα δεν δίστασε μετά την εκλογή του, να έρθει σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος, καθώς είχε στα χέρια του στοιχεία, για την συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με την Χούντα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να παραιτηθεί από το κόμμα, καθώς δεν μπορούσε να συνυπάρξει με τον «προδότη».
Πάραυτα παρέμεινε στην Βουλή, ως ανεξάρτητος βουλευτής. Ο ίδιος επέμεινε στις καταγγελίες του, ενώ ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση, τόσο με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ, όσο και τον Δημήτρη Τσάτσο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δεχτεί πολιτικές πιέσεις και απειλές για την ζωή του προκειμένου να αποσύρει τις καταγγελίες του, ενώ μεταξύ άλλων υπήρξαν διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, αλλά και μηνύματα που του άφηναν άγνωστοι…
Την Πρωτομαγιά του 1976 και σε ηλικία μόλις 36 ετών έχασε την ζωή του, σε τροχαίο ατύχημα που έγινε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος του Αγίου Δημητρίου όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε εξετράπη της πορείας του και έπεσε σε ένα υπόγειο κατάστημα. Ο Τύπος της εποχής, με αφορμή τον θάνατο του έγραψε πως ο Παναγούλης είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας, τα οποία αποδείκνυαν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με την Χούντα…
Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαϊου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Σε αυτή βρέθηκε πλήθος κόσμου, ενώ στο σεντόνι που σκέπαζε το φέρετρο του… αναγραφόταν σε μία ταινία η εξής φράση: «Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».